Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Πάσχα στην Κρώμνη. Του Χρ. Τσαρτιλίδη, από το βιβλίο του: "Η Κρώμνη-από τον παππού στον εγγονό"


Στο βιβλίο του Χρήστου Τσαρτιλίδη, Η Κρώμνη-από τον παππού στον εγγονό, βρήκαμε εκτενή περιγραφή της γιορτής του Πάσχα στην Κρώμνη. Αντιγράφουμε από εκεί τις σελίδες 144-152, ακολουθώντας τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και την ορθογραφία του συγγραφέα.

Η Μεγάλη Σαρακοστή 
Όπως έγραψα προηγουμένως δια την νηστεία των Χριστουγέννων, το ίδιον ίσχυεν και δια την Μ. Σαρακοστήν, με την διαφοράν, πολλές γυναίκες δεν έτρωγαν τίποτε εις τρεις ημέρας μετά την Καθαράν Δευτέραν, οπότε εκοινωνούσαν (μεταλάβαιναν) την Τετάρτην. Σ' αυτήν την τριήμερη νηστεία ούτε νερόν έπιναν. Ελέγετο ότι αεθοδώρτσαν. Νομίζω ότι αφορούσεν εκείνες όσες μεταλάμβαναν με γονατοκλισίες. Παιδιά, νέοι, και γέροντες, έπρεπε υποχρεωτικώς να κάνουν είκοσι το πρωί και είκοσι το βράδυ. Όσοι ήθελαν έκαναν και περισσότερες, αλλά οι παραπάνω αριθμοί ήτανε απαραίτητες κάθε μέρα.

Το κυριότερον χαρακτηριστικόν ήτανε που εκρεμούσαν στο ταβάνι ή μίαν πατάταν ή ένα κρεμμύδι, που θα είχε εφτά φτερά από κότα: Ένα από επάνω, από κεί που εδένετο στο ταβάνι με σπάγκο εις ένα καρφί, ένα από κάτω και πέντε στα πλάγια. Κάθε εβδομάδα που επερνούσεν, έβγαζαν και από ένα φτερό από την πατάταν. Όλο αυτό λεγόταν κουκαράς. Ήτανε σχεδόν το φόβητρο των παιδιών που με το άνοιγμα της πόρτας ο αέρας το εκουνούσε και τότε μας έλεγαν <<φαίνεται κάποιος εβλαστήμησεν, το άκουσεν ο κουκαράς και κινείται. Την άλλην φοράν θα κόψει την γλώσσαν του βλαστημούντος ή εκείνου που θέλει κρυφίως να χαλάσει την νηστείαν, να μαντζιρίσει>>

Μεγάλη  Εβδομάδα 
Την  Μεγάλην  Εβδομάδα  άλλαζεν  όψη το σπίτι.  Από τη μια η μητέρα με το ασβέστωμα του σπιτιού και με το τρίψιμον όλων των σκευών που ήσαν τα περισσότερα  χάλκινα και τρίψιμον  κάθε αντικειμένου  σπιτίσιου,  ως και  τις σκάφες  που  ζύμωναν, τα τεπούρια και τις σκάφες.  Από την
άλλη μεριά η  γιαγιά καταγινόταν  πρώτα με το να κάνει τα παιδιά καινούργια τσαρούχια. Αφού ετύλιγεν το δέρμα επάνω σε ένα χερούλι, με ένα τζάμι εξύριζεν τρόπον τινά τις τρίχες του. Έπρεπε μετά να γνέθει άσπρα τσαρουχόσχοινα, αφού ένωνε τέσσερα ή πέντε κάτια, για να χονδραίνουν. Μετά τα έραβαν και στην μύτην επρόσθεταν ένα κομμάτι από κόκκινον φέσι που φαινόταν  σαν πετεινού  λειρί και ξεχώριζαν  ότι είναι πασχαλινά τα τσαρούχια.

Έπειτα ήταν τα τσοράπια. Εάν δεν είχαν κανένα καινούργιο από τα εγγόνια [έπρεπεν απαραιτήτως το Πάσχα να φορούν καινούργια: ορτάρια (τσοράπια, λέγονται τουρκικά και τσαρούχια καινούργια], γυρίζοντας τα έξω μέσα και γίνονταν σαν καινούργια. Έπρεπε όλων τα ρούχα να είναι έτοιμα ίσαμε την Μ. Πέμπτην.
Την Μ. Πέμπτην στην Κρώμνη την εσυνδύαζαν και με το ψέμα. Την έλεγαν και Κόκκινη Πέμπτη και αν κάποιος ήταν κακοπληρωτής, αν κάτι σού έπαιρνε δανεικά και δεν το επέστρεφε, ο άλλος που τον ήξευρε καλά, έλεγε: <<Θα φέρτς ατα το κόκκινον τη Πέφτ'>>. Επίσης για εκείνον που έλεγεν πολλά ψέματα, έλεγαν: <<Ατός πολλά κόκκινα λέει'>>
Αυτή η ημέρα γιορταζόταν κάπως ξεχωριστά από τα άλλα μέρη στην Κρώμνη. Το λέγω αυτό, διότι δεν το έτυχα μέχρι σήμερα εδώ. Δεν γνωρίζω, εάν συνηθίζεται κάπου και δεν το ξέρω. Δηλαδή:

Η γιαγιά, αν ζούσε, έβαφε τα αυγά κόκκινα, τα περισσότερα, και μερικά με κρεμμυδόφυλλα ή μελάνι. Από τα βαμμένα εχώριζεν τόσα αυγά, όσα ήσαν και τα μέλη της οικογένειας, και ένα επιπλέον δια την κανδήλα ή εικόνα. Τα τοποθετούσεν σε ένα καλαθάκι μέσα, έβαζεν μέσα το τσουρέκι που συνήθως είχε και κιμά καβουρδισμένον, λίγο ψωμί, σπόρους από όλα τα δημητριακά και όσπρια ως και αρκετόν αλάτι χονδρό περίπου μισή οκά. Το έραβαν με άσπρο  πανί, το επάνω, όπου έγραφαν  και το όνομα  της οικογένειας. Το βράδυ όταν εκτυπούσαν οι καμπάνες έπρεπε να το κρατάει το αγόρι της οικογένειας και επήγαινε μαζί με τη γιαγιά πρώτη (;) στην εκκλησίαν. Πήγαινε το αγόρι, το έβαζε κάτω εις την αγίαν Τράπεζαν. Το καλάθι αυτό επαίρνετο πάλιν από το ίδιο αγόρι μετά την μετάδοσην (μετάληψη- κοινωνία) και την ανάστασην. Αφού ερχόταν στο σπίτι, έπρεπε μετά την μετάδοσιν το ευχιασμένον το αυγό και το της εικόνας ετοποθετείτο εκεί και όχι όπως εδώ το τυχόν αυγό. 

Έπρεπεν μετά την μετάδοσην επί τρεις ημέρες να μην φτύνει κάτω (στην γη) ούτε το παιδί ούτε και κανείς άλλος που μετέλαβε. Απαγορευόταν το τσούγκρισμα με το ευχιασμένον αυγό, που προοριζόταν μόνο να φαγεί μετά την μετάδοσην και μετά το αυγό θα έτρωγαν από το ευχιασμένον τσουρέκι.
Το αλάτι εκείνο εχρησιμοποιείτο κατά της βασκανίας ή της κακιάς ώρας. Έπαιρναν μερικά σπυριά από εκείνο, τα βαστούσαν στην χούφταν τους και έκαναν τρεις φορές το σημείον του σταυρού. Μετά το έριχναν σε νερό πιστεύοντας, με το λιώσιμό του λύνεται και η βασκανία.

Ανάσταση

Στην εκκλησίαν επήγαιναν η ώρα τέσσερα πρωινή και κατά τις πεντέμιση έβγαινε η ανάστασις. Άρχευεν το <<Χριστός ανέστη>> με εκπυρσοκροτήσεις όπλων και φυσιγγίων χάρτινων που κατασκεύαζαν κατά τον εξής τρόπον: Έπαιρναν δυο βέργες ισομεγέθεις και ισόπαχες, τις ετύλιγαν πολλές φορές με χονδρό χαρτί. Έδεναν ένα γερό σπάγκο στην μέσην τους, την δε άλλην άκρην σε ένα στερεό αντικείμενο, όπως είναι ο στύλος ή μάνδαλος πόρτας, κάτι παρόμοιον. Έπειτα ετύλιγαν τον σπάγκον μια φορά ακριβώς στο σημείον που ενώνονταν τα δύο ξύλα. Ο σπάγκος ήτανε επάνω στο χαρτί και άρχευαν περισφίγγοντας το σπάγκον  με την μέσην του συνάμα μετακινήσοντας τα ξύλα επάνω και κάτω, ώστε ο σπάγκος εισχωρούσεν ανάμεσα στην ένωση των ξύλων. Άφηναν μια πολύ μικρή τρύπα που δεν χωρούσεν ούτε σακορράφα. Τότε έδεναν με ψηλότερον σπάγκο εκείνο το στόμιον και άρχευαν το γέμισμα που συνίστατο από μαύρης πυρίτιδας κόκκους. Την πυρίτιδα έτριβαν προηγουμένως επάνω σε μια πλάκα ίσια ή σ' ένα ταψί μέσα, πιέζοντας επάνω ένα μπουκάλι που το μεταχειρίζονταν σαν κύλινδρον. Επίσης έπαιρναν κάρβουνο από έλατο, έτριβαν και εκείνο κατά τον ίδιον τρόπον και, αφού γινόταν σκόνη, ανακάτευαν την καθιερωμένην ποσότητα κάρβουνου και πυρίτιδας και εγέμιζαν πατώντας το φυσίγγι όσον μπορούσαν. Τελευταία ετοποθετούσαν πέντε ή εφτά τεμάχια σβώλους μπαρουτίου, για να προκαλούν την έκρηξιν. Όταν θα το άναβαν, έβαζαν επάνω το στόμιον, λίγη σκόνη μπαρουτίου σκέτου. Άμα το άναβαν το άφηναν και τότε εκείνο  έτρεχεν σαν δαιμονισμένο φίδι, πότε δεξιά, πότε αριστερά και μετά τιναζόταν στον αέρα έως που έφθανεν στους κόκκους της πυρίτιδας, οπότε εισήρχετο και ο κρότος, ημπορεί να πει κανείς, γινόταν σωστός πόλεμος. 

Εσυναγωνίζονταν οι νέοι ποίας ενορίας η εκκλησία θα είχαν τους περισσότερους πυροβολισμούς και φυσίγγια. Οι Τούρκοι συνήθως δεν επέμβαιναν δια την τόσον θορυβώδη εκδήλωσιν. Αλλά και εάν παρ' ελπίδα επενέβαινεν κανείς αστυνομικός αμέσως έφθαναν οι πρεσβύτεροι,  οι οποίοι  στην τουρκικήν έλεγαν <<ατμαϊν>>, δηλαδή, μη ρίχνετε, εις δε την ποντιακήν έλεγαν <<συρέστεν>>, ρίξτε, και έτσι εξακολουθούσεν το πανηγύρι ώσπου απολούσεν η εκκλησία.
Πριν προσκυνήσουν  την  Ανάστασιν  οι μη ζητούντες συγχώρησιν και συναντιόνταν στην Ανάστασιν έλεγαν: <<Έσ'χώρα με και ο Θεός σ'χωρά σε>> (Δηλαδή συγχώρα με εσύ και ο Θεός να συγχωρήσει εσένα). Αυτό αποτελούσεν εξαίρεσιν. Ξέχασα να πω  ότι, πριν να πάνε - δεν ξέρω ακριβώς την ημέρα - στον πνευματικόν, εζητούσαν συγχώρεσιν ο ένας από τον άλλον. Σε περίπτωση κουμπαριάς αναμεταξύ των, πρώτη θα ζητούσε  συγχώρεσιν  εκείνη που της βάπτισε η άλλη το παιδί. Και έτσι το Πάσχα δεν έπρεπεν  να υπάρχουν μαλωμένοι, αλλά όλοι αγαπημένοι να είναι, όλοι να ελάβαιναν  την μετάδοση  και ετραβούσαν  κατά  το σπίτι.  Το πρώτον μέλημα ήτανε να στρωθεί το τραπέζι και να ανοιχθεί το καλάθι, να φάνε το ευχιασμένον αυγό, λέγοντας <<Χριστός ανέστη>>. Μετά επακολουθούσεν το τσούγκρισμα των επιτραπέζιων αυγών αναμεταξύ της οικογένειας, λέγοντας: <<Ας ση Χριστού τη χαράν και ας ση διαβόλ' τη σπάσ'>>. Αυτή η φράση ελέγετο από όλους που επρόκειτο να τσουγκρίσουν αυγά. Το <<Χριστός ανέστη>> ελέγετο την ώραν της χειραψίας.

Λαμπρή
Το πασχαλινό τραπέζι έπρεπε απαραιτήτως να είναι, φρέσικο κρέας, αρνάκι σπανιότερον, διότι λόγω του ψύχους, δεν εγεννούσαν ενωρίς τα πρόβατα. Συνήθως μοσχαρίσιο, ή εν ελλείψει, κότας. Καϊμάκι, αυγά, καβουρμάν, φούστρον και ό,τι καλό θα είχεν η νοικοκυρά.
Άρχευαν οι επισκέψεις κατά παρέες και κατά ηλικίαν. Οι μεν γέροι πήγαιναν στους συνομήλικους ως και οι νέοι το ίδιο, αφού προηγουμένως  επισκέπτοντο  τους συγγενείς  και  τους εύχονταν  το <<Χριστός ανέστη>> ασπαζόμενοι ο ένας τον άλλον. Συνεννοούντο ακόμα από την εκκλησία πού θα ανταμωθούν. Και τότε άρχευεν πράγματι η Λαμπρή. Πήγαινεν η παρέα στο σπίτι του λυριτσή της παρέας και, αφού έπιναν μερικά ποτήρια, έβγαιναν με την λύρα παίζοντας στο διπλανόν το σπίτι χορεύοντας το κοτσαγγέλ' που ήτανε και ο αγαπητός χορός των Κρωμναίων. Εκεί δεν κάθονταν. Πίνοντας ένα ρακί, ευχόμενοι, γύρω από το τραπέζι, χορεύοντας και φεύγοντας έπαιρναν με το καλό και με το ζόρι, τα νεανικά πρόσωπα του σπιτιού είτε κορίτσι ήταν είτε νύμφη είτε νέος. Χορεύοντας πάλιν το κοτσαγγέλ ', έμπαιναν στο δεύτερο σπίτι με την ίδιαν αξίωσιν δια τους νέους και έτσι στο πέμπτο σπίτι έβλεπες μίαν αλυσίδα από ανθρώπους χαρούμενους, να χορεύουν στον δρόμον, της οποίας (αλυσίδας) η αρχή βρισκόταν στο ένα σπίτι και η άλλη στον δρόμον.

Το θέαμα αυτό  ήτανε  τόσον  φαντασμαγορικόν, τόσο χαρούμενον που δεν μπορεί κανείς να το καταλάβει, εάν δεν το έζησεν. Σιγά σιγά η αλυσίδα μεγάλωνεν και τότε έβλεπες τούτο το παράξενον: από την δεύτερη ή και από την τρίτη πόρτα, έβγαινεν εκείνη η κινούμενη αλυσίδα ανθρώπων και η ουρά έμπαινεν στο τρίτο σπίτι της αρχής ωσάν τα δύο ή τα τρία σπίτια να ήταν δεμένα  με ανθρώπους. Κατεβάλλετο κάθε προσπάθεια μη τυχόν και παραλειφθεί κανένα σπίτι που να μην επισκέφθηκαν και δεν εσκόρπισαν και εκεί την αγάπην και την χαράν. Ας σημειωθεί ότι αυτήν την παρέα την κερνούσαν με δίσκο, στεκάμενη η κεράζουσα μέσα στην μέσην του χαετίου, ώστε όλοι να μπουν μέσα να κερασθούν και να χορεύουν. Όλη η γειτονιά στο σπίτι κάθε γείτονος και να ευχηθούν όλοι αναμεταξύ τους, δεν μπορούσεν η παρέα να αφήσει νεανικόν πρόσωπον που πήγαιναν σε κάθε σπίτι έπρεπεν στην χαρμόσυνον εκείνην ημέρα να γλεντήσουν όλοι, θέλοντας και μη. Ας σημειωθεί ότι κανείς δεν άφηνεν τού άλλου το χέρι μήπως κρυβεί σε κανένα σπίτι ή λόγω διαφοράς ή φιλονικίας ή άλλης αιτίας. Το γλέντι έπρεπεν να είναι ομαδικόν και χαρούμενον. Αυτό το είδος το γλέντι δεν το συνάντησα πουθενά, όπως ανάφερα παραπάνω.

Διπλανάσταση
Μόλις εκτυπούσαν οι καμπάνες δια την διπλανάστασιν, ξεκινούσαν δια την εκκλησίαν. Αν θυμάμαι καλά γινόταν στο προαύλειον της εκκλησίας, πάντως ακριβώς δεν θυμάμαι, ίσως, επειδή εγέμιζεν το προαύλειον από ανθρώπους και άρχευεν το τσούγκρισμα των αυγών στο οποίον έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον.

 Δι' αυτό και την Μ. Πέμπτη πολλοί ήσαν εκείνοι που πήγαιναν σε γειτονικά σπίτια να διαλέγουν τα γερότερα αυγά, να τα έχουν δια το Πάσχα. Ακόμα και στον δόλον κατέφευγαν, δια να μπορέσουν να σπάσουν του αντίπαλου το αυγό.
Οι πρεσβύτερος μετά την διπλανάστασιν επισκέπτονταν τους συνομηλίκους των. Δεν ήταν καθόλου ασύνηθες να έβλεπες παρέες ηλικιωμένων εν ευθυμία διατελούντων να ψαλμοτραγουδούν. Καθήμενοι στην σάγκαν γύρω ή σε ένα τραπέζι να λέγουν κατά το πλείστον το ακόλουθο τραγούδι- ψάλσιμο:

Ο άγγελος εβόα και ο παπάς ευλόγα.
Ψήσου, αρνί μου, ψήσου και ροδοκοκκινίσου
και πάλιν, δεύρο, χαίρε, τα κόκκινα τηγανητά αυγά
……………………………..
Η γάρ δόξα του βουτύρου εφ' ημάς ανέτειλεν
Χόρευε νυν και αγάλλου αρνίν,
συ δε αγνόν τέρπου καϊμάκι
εν τη πείνα της κοιλίας μου.


Στα μέρη εκείνα όσοι ήσαν 50 χρονών και άνω  άφηναν  τα  γένεια τους και εκάθηντο όταν γινόταν χορός, όπως το Πάσχα, που έπαιρνε ολοκληρωτικόν χαρακτήρα, μέσα στη  μέση  του χορού,  δια να συμμετέχουν και εκείνοι. Αλλά πολλές φορές, όταν έβλεπαν ο χορός δεν απεδίδετο καλά, εφώναζαν: <<Ιέψ'τεν>>, που σημαίνει <<ταιριάστε>>. Έπρεπε στο χορό να ακολουθούν όλοι το ίδιον βήμα, έστω και εάν δεν τους έπαιρνε το αλώνι.
Τότε θα σχηματίζονται δύο γύροι και τότε σηκωνόταν εκείνος εμπροστά και έδινεν το βήμα, εταίριαζε το χορό και πάλιν εκάθητο στη θέση του.
Στα χρόνια εκείνα στην Κρώμνη άνω από δέκα είδους χοροί υπήρχαν. Αλλά η αδυναμία ήτανε τέσσερις, από τους οποίους τα πρωτεία είχεν η σέρρα. Δεύτερον ήτανε το κοτσαγκέλ που ετραγουδιόταν από όλους τους χορεύοντες με το τραγούδι:
Όλα τα κάστρα είδα κι όλα γυ- κι όλα γύρισα.
Όποιος ήτανε στην αρχήν μαζί με τον διπλανό του έλεγαν τον ανωτέρω στίχο, τον επανελάμβαναν οι υπόλοιποι, οπότε η πρώτη ξεκουραζόταν. Άρχευαν τον δεύτερο στίχο:
Άμον του ήλ'  το  κάστρον  κάστρον  'κ' ε- κάστρον  'κ' έτονε.
 Κι αυτόν τον επανελάμβαναν όλοι οι άλλοι. Δεν γινόταν αυτό που γίνεται εδώ, τραγουδεί ένας και προσπαθεί να αποτελειώσει όλον το τραγούδι, οπότε και κουραστικό είναι και τον σκοπό λόγω της κούρασης συντομεύει και δεν τραγουδάν οι άλλοι. Εάν δε ήσαν μερικοί που δεν ήξευραν, μέσα στους τόσους χανόντανε και σιγά σιγά εμάθαιναν και εκείνοι να τραγουδάνε. Τρίτον,  ήταν το διπάτ' ή ομάλ, όπως το λέγανε μερικοί. Άρχευεν ως εξής:
Ας ήμουν παλληκάρι δεκαεφτά χρονών...
Κάθε χορός είχεν και το τραγούδι του. Κατά τον ίδιον τρόπον ο σύρων τον χορόν έκανε την αρχήν, λέγοντας τον μισόν στίχον που επανελάμβαναν όλοι οι υπόλοιποι. Και, τέταρτον, ήτανε το λαγγευτόν, όπως, το έλεγαν, το <<πηδηχτόν>> δηλαδή. Και πάλιν κατά τον ίδιον τρόπον ετραγουδιόταν, όπως τα άλλα. Χορός χωρίς  τραγούδι  δεν εννοείτο ούτε και είχεν την χάρη που ενθουσιάζει το τραγούδι.

Που πολύ ορθώς το διατυπώνει ο κ. Τάκης Μουζενίδης. Όπως χορεύεται εδώ δεν αποδίδει τα όσα λέγει το τραγούδι και σκορπά τον ενθουσιασμόν με την ιστορίαν που αναφέρει.
Παραπάνω ανάφερα την λέξιν λαγγευτόν που έχω την γvώμην ότι έχει μίαν διαχωριστικήν (ιδιαίτερη) έννοια, όπως πάμπολλες ποντιακές λέξεις. Λέγομε δηλαδή, <<πηδάω>>, <<πήδηξα>>, αλλά δεν καθορίζει από πού έχει αφετηρία: από  ένα  δένδρο;  από  έναν  τοίχον; ενώ το λάγγεμαν δείχνει ότι από κάτω προς τα επάνω, ξεκινάν, όπως ευρισκόμενος σε λάκκον. Εκτινάζεσαι  δηλαδή  προς  τα  επάνω. Ενώ πήδημα εννοεί, προηγούνται τα πόδια, στο λάγγεμαν προηγείται η κεφαλή. (Δεν θέλω  να κάνω  τον πολύξερον,  αλλά  έτσι πιστεύω)
Έχω διαφορετικήν γvώμην και στα παραγγγέλματα που λέγονται από κάποιους στον χορό σέρρα. Τα άκουσα και στους Φιλίππους και στην Παναγίαν Σουμελά. Εννοώ τις τουρκικές φράσεις <<αλ ασαγά>> και τα παρόμοια.

Διετύπωσα την αντίθεσή μου και εις τον πρόεδρον Καϊλαρίων (Πτολεμαϊδα) στην (Παναγίαν) Σουμελά.  Οι  λέξεις  που  λέγονται στον χορόν σέρρα ως παραγγέλματα στους  μη  γνωρίζοντας  καλώς την σέρραν πρέπει να πω  ότι ήτανε  προειδοποιήσεις ποιες  φιγούρες θα επακολουθήσουν. Στην Κρώμνη στην περίπτωση αυτή έχρησιμοποιούσαν  τα  ποντιακά,  όπως  τη  φράση  <<Κα έλα!...>>,  <<οξωπίσ'...>>, <<εμπρ' έλα !...>> <<γονάτ'σον...>> και παρομοίας  φράσεις ποντιακές, αντί τες τουρκικές, που έτσι τους δίνομε αφορμήν να διεκδικούν την καταγωγήν των. Αλλά ανεξαρτήτως αυτού, εφόσον οι ποντιακές  φράσεις, ό πως και τότε εχρησιμοποιούντο στον χορό αυτόν, απόδιδαν το τέλειον, γιατί τότε να καταφεύγομεν στες τουρκικές; Επειδή ίσως σε μερικά μέρη εμεταχειρίζοντο την τουρκικήν, δεν θα πει αυτό ότι πρέπει να συνεχισθεί.
(Εδώ ας σημειωθεί ότι οι λέξεις -φράσεις που εδίδοντο ως παραγγέλματα ήταν όλες τρισύλλαβες).
Το <<Χριστός ανέστη>> εσυνεχίζετο, αντί <<Καλημέρα>>, σαράντα ημέρες.
Την Πεντηκοστήν έβαφαν πάλιν κόκκινα αυγά και επήγαιναν σ' ένα παρεκκλήσι, όπου μετά την λειτουργία έτρωγαν και εγλεντούσαν στην ύπαιθρο.
Μετά την Πεντηκοστήν δεν ελέγετο άλλο <<Χριστός ανέστη>>. Άρχευεν, το <<καλημέρα>>, αν και περισσότερον ο χαιρετισμός ελέγετο με τις εξής φράσεις: <<Υγείαν  και ευλογίαν>>, έλεγεν  ο επισκέπτης συνήθως όταν έμπαινε στο σπίτι άλλου, και ο άλλος  απαντούσεν <<Καλώς τον ευλογημένον>>.


Πηγή: Χρ. Τσαρτιλίδη "Η Κρώμνη-από τον παππού στον εγγονό", σελ.144-152

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου