Στο βιβλίο του Χρήστου Τσαρτιλίδη, Η Κρώμνη-από τον παππού στον εγγονό, βρήκαμε εκτενή περιγραφή της γιορτής του Πάσχα στην Κρώμνη. Αντιγράφουμε από εκεί τις σελίδες 144-152, ακολουθώντας τη σύνταξη, το λεξιλόγιο και την ορθογραφία του συγγραφέα.
Όπως έγραψα προηγουμένως δια την νηστεία των Χριστουγέννων, το ίδιον ίσχυεν
και δια την Μ. Σαρακοστήν, με την διαφοράν, πολλές γυναίκες δεν έτρωγαν τίποτε
εις τρεις ημέρας μετά την Καθαράν Δευτέραν, οπότε εκοινωνούσαν (μεταλάβαιναν)
την Τετάρτην. Σ' αυτήν την τριήμερη νηστεία ούτε νερόν έπιναν. Ελέγετο ότι
αεθοδώρτσαν. Νομίζω ότι αφορούσεν εκείνες όσες μεταλάμβαναν με γονατοκλισίες.
Παιδιά, νέοι, και γέροντες, έπρεπε υποχρεωτικώς να κάνουν είκοσι το πρωί και
είκοσι το βράδυ. Όσοι ήθελαν έκαναν και περισσότερες, αλλά οι παραπάνω αριθμοί
ήτανε απαραίτητες κάθε μέρα.

Το κυριότερον χαρακτηριστικόν ήτανε που εκρεμούσαν στο ταβάνι ή μίαν
πατάταν ή ένα κρεμμύδι, που θα είχε εφτά φτερά από κότα: Ένα από επάνω, από κεί
που εδένετο στο ταβάνι με σπάγκο εις ένα καρφί, ένα από κάτω και πέντε στα
πλάγια. Κάθε εβδομάδα που επερνούσεν, έβγαζαν και από ένα φτερό από την πατάταν.
Όλο αυτό λεγόταν κουκαράς. Ήτανε σχεδόν το φόβητρο των παιδιών που με το
άνοιγμα της πόρτας ο αέρας το εκουνούσε και τότε μας έλεγαν <<φαίνεται κάποιος
εβλαστήμησεν, το άκουσεν ο κουκαράς και κινείται. Την άλλην φοράν θα κόψει την
γλώσσαν του βλαστημούντος ή εκείνου που θέλει κρυφίως να χαλάσει την νηστείαν,
να μαντζιρίσει>>
Μεγάλη Εβδομάδα
Την
Μεγάλην Εβδομάδα άλλαζεν
όψη το σπίτι. Από τη μια η μητέρα
με το ασβέστωμα του σπιτιού και με το τρίψιμον όλων των σκευών που ήσαν τα περισσότερα χάλκινα και τρίψιμον κάθε αντικειμένου σπιτίσιου,
ως και τις σκάφες που
ζύμωναν, τα τεπούρια και τις σκάφες.
Από την