Ο δάσκαλος από το Λυκάστ της Κρώμνης Σπύρος Παπαδόπουλος (+Ανατολικό Πτολεμαΐδας 1939) και η γυναίκα του Ελένη (+1942).
(είναι ο παππούς και η γιαγιά μου, που πρωτοστάτησαν στην περίθαλψη των Σανταίων ανταρτών)
Από το ημερολόγιο των Σανταίων ανταρτών
(Για το πλήρες κείμενο στον παρακάτω σύνδεσμο)
.............
Δεκέμβριος 1923
1._ Επειδή όλο το καλοκαίρι είχαμε το ζήτημα της φυγής δεν εφροντίσαμε να προμηθευτούμε αρκετά τρόφημα διά τον χειμώνα και τα ολίγα που είχαμε κοντεύουν να τελειώσουν εις δε τους Τούρκους δεν υπήρχε πιά εμπιστοσύνη και απεφασίσαμε να πάμε κατά την Κρώμνην και Ιμεράν όπου ακόμη εστέκοντο οι Έλληνες διά να περάσωμεν ένα δύο μήνας και να γυρίσωμε. Θα μείναμε και το καλοκαίρι το ερχόμενον και κατά Αύγουστον ή 7/βριον σχεδιάζαμε να φύγωμε διά Ρωσσίαν από ξηράς το οποίον θα μας ήτο πολύ εύκολον διότι σχεδόν μέχρι των συνόρων ο Ευκλείδης εγνώριζε τους δρόμους επίσης εγνώριζε και τα περίχωρα του Βατούμ κοντά στα σύνορα όπου υπήρχαν και χωριά πατριωτών μας Σανταίων.
Εφύγαμε από το λημέρη και φθάσαμε εις Τσακαλάντων.
2._ Από Μετσίτια και με καλόν καιρόν εφθάσαμε εις Τσαμί πογαζίκ και επειδή βλέπαμε ότι ο δρόμος δουλέβη και πηγαινοήρχοντο διαβάτες εμείναμε εις το παρχάρι της Κρώμνης ανάψαντες φωτιά μέχρι βράδι. Και μόλις νύκτωσε κατεβήκαμε εις Μόχωραν αλλά το χωριό ήτο έρημον και δεν βρίκαμε κανένα. Μόνον εις ένα σταύλον βρίκαμε ένα πρόβατον και κατελάβαμε ότι οι κάτοικοι θα είναι ασφαλώς εις το παρακάτω χωριό Αληθηνόν διότι εδώ θα εφοβήθησαν να μείνουν. Εφθάσαμε εις Σαράντων όπου έμειναν μόνον τρείς τέσσαρες οικογένειες και χτυπήσαμε στην πόρτα ενός σπιτιού. Μας άνοιξαν και ζεσταθήκαμε ήτο εκεί και ο Παπά Χρήστος και ομηλήσαμε επί τρείς ώρας και μετά φύγαμε διά την Ιμεράν. Εφθάσαμε στο σπίτι του Γεωργίου Τσερμενίδου τον οποίον γνωρίζαμε και από τα προηγούμενα χρόνια και ο οποίος μας τροφοδοτούσε όταν πηγαίναμε σ' αυτά τα μέρη. Και αμέσως μας έφερε εις ένα έρημο και καλό σπίτι στην άκραν του χωριού ευρισκόμενον.
3._ Πρωί ήλθε ο Τσερμενίδης κοντά μας και του είπαμε τον σκοπόν μας ότι αν θέλουν θα μείνωμε ένα δύο μήνας εδώ διά να φύγη ο χειμώνας και ότι δεν θα τους επιβαρίναμε σε τίποτε διότι είχαμε λεφτά να συντιρηθούμε αρκεί μόνον να θέλουν οι κάτοικοι και να συνενοηθή με τους προύχοντας του χωρίου.
4._ Ο καιρός εχάλασε και άρχισε να χιονίζει. Ήλθαν κοντά μας ως αντιπρόσωποι του χωριού ο Δημήτριος Φωστηρόπουλος και Στυλιανός Παλτατσής οίτοινες μας εδήλωσαν ότι είναι αδύνατον να σας φυλάξωμε εδώ διότι φοβούμεθα και ότι πρέπει αμέσως απόψε να φύγετε διά να μη καταστραφούμε κ' ημείς.
Όσον και αν τους παρακαλέσαμε και τους είπαμε ότι εδώ δεν μας ξέρη κανείς που ήλθαμε εστάθη αδύνατον και μας επρότειναν να μας δώσουν δέκα είκοσι παγκανότες και να φύγωμε ως να επρόκειτο περί ελεημοσύνης. Και ιδόντες ότι δεν θέλουν, τους είπαμε ότι το βράδυ θα φύγωμε, να μείνουν ήσυχοι και ότι δεν τους θέλομε τίποτε διότι ημείς έχομε λεφτά και δεν χρειάζετε να υποστούν θυσίας διά ημάς. Επειδή όμως ο καιρός όσον πήγαινε και αγρίευε και το χιόνι περίσσευε εφοβήθηκαν μήπως δεν φύγωμε και προς το βράδυ έρχετε πάλιν ο Στυλιανός Παλτατσής και μας λέγει ότι έφθασε στρατός εις το πλησίον τουρκικόν χωρίον Μολά Αλή και πρέπει να φύγωμε αμέσως έφεραν και λίγο ψωμί διά τον δρόμον φοβηθέντες μήπως πεση μεγάλο χιόνι και μας εμποδίζη να φύγομε. Ετοιμασθήκαμε με όλην την ψυχικήν μας ταραχήν και απελπισίαν να γυρίσωμε πίσω βλέποντες ανοιχτά τον θάνατόν μας σε κείνα τα βουνά από το χιόνι και το κρύο.
Ο Χαράλ. Αγγελίδης και Χριστόφορος Αγγελίδης μη τολμώντες πιά να γυρίσουν έμειναν πίσω χωρισθέντες από εμάς. Νύχτα φύγαμε και με χιονοθύελαν φοβεράν εφθάσαμε εις Σαράντων και βλέποντες ότι είναι αδύνατον να προχωρήσωμε πήγαμε πάλιν στο σπίτι του Τσίπογλου που καθήσαμε και πρίν και χτυπήσαμε την πόρτα αμέσως μας άνοιξαν αι δύο γρυούλες και μας έδωσαν φαγί και έστρωσαν στρώματα να κοιμηθούμε λέγοντες ότι είναι αδύνατον να φύγετε με τέτοιον καιρόν θα μείνετε εδώ και όταν ο καιρός επιτρέπη φεύγετε, εδώ μπορούμε να σας κρύψωμε διότι το χωριό είναι σχεδόν έρημο και κανένας δεν θα σας βλέπει.
Από την συγκίνησήν μας εδακρύσαμε αναλογιζόμενοι την ευσπλαχνίαν και τόλμην αυτών των δύο γυναικών έναντι της ασπλαχνίας και λυποψυχίας των Ιμεραίων. Και πράγματι αι δύο αυταίς γυναίκες ήσαν οι σωτήρες μας διότι ασφαλώς θα μείναμε στο βουνό από το χιόνι και την παγωνιά.
5._ Με ένα παιδάκι που είχαν παραγγείλαμε να έρχεται ο Γεώργιος Φυρδινίδης από Αληθηνόν διά να συνενοηθούμε μαζύ του αν μπορεί να γίνη τίποτε και μείνωμε. Εσυμφωνήσαμε το βράδυ να πάμε στο σπίτι του και εκεί με τον θείον του Αχιλλέα Φυρδινίδην να συνενοηθούμε καλύτερα διότι ήτο άνθρωπος πολύ λιγικός και μεγαλόψυχος και γνώστης όλης της περιφέρειας.
6._ Νύχτα φθάσαμε στο σπίτι του Φυρδινίδη. Ομηλήσαμε με τον γέρο Αχιλλέα όστις μας είπε ότι αυτός θα μπορούσε να μας φυλάγη αν ήτο στο σπίτι του εις Μόχωραν αλλά εδώ το σπίτι που κάθετε είναι απάνω στον δρόμον και σχεδόν κάθε βράδυ έχει και ξένους στο σπίτη του αλλά λέγει δεν μπορείτε να φύγετε και θα κάνομε κάτι άλλο. Μας υπέδειξε το χωρίον Λυκάστη ως κατάλληλον και ασφαλές δι' ημάς όπου μας είπε είναι και ο διδάσκαλος Σπύρος Παπαδόπουλος και στον οποίον θα γράψω και αν είναι δυνατόν να σας τακτοποιήση. Εγώ δε από εδώ όσον το δυνατόν θα φροντίσω για σας. Το αποφασίσαμε και επειδή δεν γνωρίζαμε τον δρόμον το βράδυ έστειλε μαζύ μας τον ανεψιόν του Γεώργιον και μας έφερε κάτω εις Παρτίν και μας έδειξε τον δρόμον και που είνει το σπίτι του Σπύρου. Αυτός εγύρισε πίσω ημείς δε εφθάσαμε στο χωριό και βλέποντες σε ένα παράθυρον φώς και ομηλίες μέσα εμείναν οι άλλοι λίγο μακρυά και δίχως όπλον εγώ πήγα στο παράθυρον και τους φώναξα να με ανοίξουν διότι είμαι φυγόστρατος τους λέγω και κοντεύω να παγώσω. Αμέσως άνοιξαν και με κάλεσαν να πάγω μέσα αλλά τους λέγω ότι δεν είμαι μονάχος, έχω και άλλους συντρόφους οίτινες είναι οπλισμένοι και να μη φοβηθούν.
Και μόλις ήλθαν και οι άλλοι και βλέποντες αυτούς αι γυναίκες και τα παιδιά πού ήσαν μέσα εφοβήθηκαν και λένε ότι μας γελάτε εσείς δεν είσθε φυγόστρατοι. Τους είπαμε τότε ποίοι είμεθα και ζητήσαμε να ιδούμε τον Σπύρον αλλά αυτός έλυπε πήγε είς Άρδασαν διά κάποιαν υπόθεσιν του χωριού.
Αμέσως αι γυναίκες διότι άνδρες δεν υπήρχαν στο χωριό εκτός από ένα και στον οποίον δεν ηθέλησαν να φανερώσουν την παρουσίαν μας φορτώθηκαν ξύλα και πήγαν στο σχολείον και άναψαν την θερμάστραν και μας έφεραν εκεί μέχρι που να έρχετε ο Σπύρος. Μας έδωσαν φαγί και στρώματα και κοιμηθήκαμε καλά.
7._ Όλην την ημέραν εμείναμε στο σχολείον και μας περιποιήθηκαν καλά.
8._ Πρωί ήλθε ο Σπύρος και τον έφεραν κοντά μας. Του δώσαμε την επιστολήν του Αχιλλέα Φυρδινίδη όστις τον ενεθάρυνε διά την υπόθεσιν και μείς του διηγηθήκαμε τον σκοπόν μας και τα αίτια της εκεί ελεύσεώς μας. Με όλην του την ευχαρίστησην εδέχθη λέγων ότι και εγώ απλώς θα κάνω το καθήκον μου σε τέτοιες περιστάσεις που είναι επικύνδυνες διά το έθνος. Θα φροντίσω όσον μπορώ.
Το βράδυ φύγαμε διά Αληθηνόν να πάρωμε μερικά πράγματα που αφίσαμε εκεί. Μόλις φύγαμε ο Σπύρος εις ερώτησιν των γυναικών διατί φεύγωμεν είπεν εις αυτάς ότι τους έδιωξα διότι δεν μπορούμε να τους φυλάξωμε εδώ. Αι γυναίκες εξεμάνησαν εναντίον του και ακόντεψε να τον λιντσάρουν νομίσαντες ότι έλεγε σωστά ενώ αυτός ήθελε να τας δοκιμάση τι θα πούν.
10._ Ο Αχιλλέας πήγε εις Ίμεραν βρήκε τον Δ. Φωστηρόπουλον και Παλτατσήν και τους κατηγόρησε διά την πράξιν των και τους είπε ότι μας έστειλε εις Λυκάστην και ότι πρέπει να βοηθήσουν και αυτοί. Ήλθε προς το βράδυ και μας λέγει ότι και οι δύο που έμειναν εκεί ο Χαράλ. Και Χριστόφ. Αγγελίδης έφυγαν εκείθεν και ήλθαν εις Σαράντων διότι τους έδιωξαν εξ Ίμερας επίσης είναι εκεί και ο Χαράλ. Λαζαρίδης και Αλέξ. Σπυριδόπουλος οίτινες πήγαν εις Φραγκάντων στον Παπά Χρήστον αλλά δεν τους φύλαξε και γύρισαν.
11._ Ήλθε πάλιν μαζύ μας ο Χαρ. Λαζαρίδης και βράδυ εφθάσαμε εις Λυκάστην όπου ο Σπύρος μας ετοίμασε ένα σπίτι και εμείναμε εκεί ησυχάσαντες.
Εδώσαμε και μερικά λεφτά εις τον Σπύρον να μας αγοράσει άλευρα και να μας ετοιμάσουν ψωμί και άλλα διάφορα τρόφημα και μας ετοίμασαν.
Ενώ αι γυναίκες καθ'ημερηνώς μας έφεραν φαγί και διάφορα άλλα και μας περιποιούντο πολύ. Μόνον πέντε οικογένειαι έμειναν στο χωριό αυτό οι άλλοι έφυγαν.
19._ Ήλθε ο Γεώργιος Φυρδινίδης και λέγει ότι τα παιδιά που έμειναν πίσω δεν βρήκαν πουθενά μέρος δεν τους φυλάγει κανείς και εν ανάγκη θα τους φέρομε εδώ.
20._ Μαθών τούτο ο Σπύρος και αι γυναίκες ότι οι Κρωμναίοι και Ιμερίτες εφοβήθησαν να φυλάξουν τους τρείς άρχησαν να φοβούνται και αυτοί και μας λέγει ο Σπύρος ότι το βράδυ θα τους φωνάξω και θα τους μηλήσω καταλλήλως και να ιδούμε τι θα γίνη.
25._ Πρωί ήλθαν και οι τρείς μη δινηθέντες να μείνουν πουθενά και τους δεχθήκαμε ευχαρίστως αν και αυτοί εν ώρα ανάγκης μας εγκατέλειψαν.
26._ Πήγε ο Σπύρος εις Ιμεράν να συνενοηθή μαζύ τους και εν ώρα ανάγκης να τον ειδοποιήσουν διότι δεν μπορή να μας δειώξη και αυτός λέγει προς αυτούς.
Παρευρεθείς εκεί και ο Αχιλ. Φυρδινίδης τον ενεθάρυνε και του υπεσχέθη πάσαν συνδρομήν εκ μέρους του λέγων: Αν θα ανακαλυφθείς να πείς ότι ο Φυρδινίδης τους έστειλε εκεί, ευθύνομαι εγώ και μη φοβάσε.
27._ Ήλθε ο Σπύρος και μας λέγει ότι οι Ιμερίτες ελυποψύχησαν και μόνον ο Φυρδινίδης εφάνη πραγματικός άνδρας εις λόγια και έργα διότι οι Ιμερίτες ούτε ήθελαν να συνδράμουν έστω και υλικώς ενώ ο Φυρδινίδης υπεσχέθη να συνδράμη ηθικώς και υλικώς.
Ιανουάριος 1924
5._ Προς το βρράδυ έρχεται στρατός κάτωθεν του χωρίου Παρτέν διά να πηγαίνη εις Ιμεράν. Ένας αξιωματικός με μερικούς στρατιώτας εχώρισε διά τον δρόμον του Λυκάστ αλλά λίγο άνωθεν της γεφύρας όπου το μέρος ήτο απότομον και κρημνώδες και είχε νερά παγομένα στον δρόμον δεν μπόρεσε να περάση με το άλογόν του και γύρισε πίσω και έφυγε και αυτός προς Ιμεράν. Ειδοποιήθημεν αμέσως.
6._ Μανθάνωμεν ότι έκαναν έρευναν είς διάφορα σπίτια και άρπαξαν ότι καλά και τιμαλφή είχαν. Δεν μπορούσαμε πιά να μείνωμε μεσ’ το χωριό ενώ έξω είχε χιόνι πολύ αλλά κατ’ ανάγκην ανέβημεν προς το βουνό όπου είχε ένα παρχάρι και είχε μίαν καλύβην εκεί στεγασμένην απέχων του χωριού μίαν ώραν. Φορτοθέντες μαζύ μας αι γυναίκες και τα παιδιά ξύλα κάρβουνα και στρόματα εφθάσαμε εκεί αλλά η καλύβη ήτο γεμάτη από χιόνι διότι δεν είχε πόρταν και με τα χέρια και με ξύλα αδειάσαμε καμπόσο το χιόνι και εμείναμε εκεί, οι δε γυναίκες εγύρισαν προς το χωριό.
7._ Νύκτα ήλθαν πάλιν αι γυναίκες φέροντες φαγί ζεστόν και κάρβουνα και μας λένε ότι οι Ιμερίται ειδοποίησαν να φύγουμε αμέσως. Έκλεγαν αι γυναίκες ενώ μας έλεγαν αυτά, διότι έξω η ανεμοχιονοθύελα εμένετο και ήτο αδύνατον να φύγης πουθενά. Και αν ακόμη ο στρατός μας ανεκάλυπτε εκεί ήτο αδύνατος η φυγή μας και απεφασίσαμε να πεθάνωμε εκέι πολεμόντες μεσ’ απ’ την καλύβα δεν υπήρχε άλλη λύσις.
Αι γυναίκες πάλιν έφυγαν διά το χωριό. Δεν ήρχετο ύπνος στα μάτια από το κρύο διότι κάτω το έδαφος υγρόν και παγωμένον και από έξω ο αέρας εμένετο και φωτιά μόνον λίγα κάρβουνα στο μέσον όσον να ζεστάνωμε λίγο τα χέρια μας. Πόσον τώρα εμακαρίζαμε εκείνους που σκοτώθηκαν και γλύτωσαν από τα βάσανα αυτά. Δεν περιγράφετε η απελπισία που μας κατέλαβε διότι βλέπαμε το άδοξον τέλος μας επάνω εις ένα έρημον βουνό όπου μας κατεπολεμούσε η φύσης.
8._ Βράδυ περιμέναμε στην ορισμένην ώραν να έρχονται αι γυναίκες αλλά δεν εφάνησαν πουθενά αν και πέρασε πολύ η ώρα και συμπεράναμε ότι θα ήλθε και εκεί στρατός και για τούτο δεν μπόρεσαν να έλθουν διότι φεύγοντες υπεσχέθησαν ότι και πάλιν θα έλθουν. Αργά τα μεσάνυχτα ακούγωμε το χιόνι έξω να τρίζη από πατήματα ανθρώπων και αμέσως ετοιμάσαμε τα όπλα διότι νομίσαμε ότι θα είναι στρατιώται οίτοινες αναγκάσαντες τους κατοίκους θα υπέδειξαν το μέρος μας και όταν βγήκαμε δύο τρείς έξω βλέπομε τον Σπύρον με τας γυναίκας να έρχονται.
Κατελάβαμε ότι κάτι το σοβαρόν συμβαίνη και τον αρωτήσαμε. Μας λέγει ότι μην φοβάστε ο στρατός σήμερα έφυγε. Αλλά ήλθαν άλλοι δύο αξιωματικοί οίτοινες έφεραν διαταγήν από Τραπεζούντα εντός τριών ημερών να ετοιμασθούμε να φύγωμε διότι Ελληνικά πλοία έφθασαν εκεί διά να μας πάνε στην Ελλάδα κατόπιν της αποφασισθήσης ανταλαγής των πληθησμών.
Ήτο μεγάλη η χαρά που δοκιμάσαμε την στιγμήν αυτήν και ξεχάσαμε τα βάσανα αν και φενομενικώς για μας δεν υπήρχε σωτηρία. Αλλά η ελπίς μόνον ότι κ’ ημείς θα μπορούσαμε κάπως να μεταμωρφοθούμε και να κατεβούμε εις Τραπεζούντα και ίσως με το πλήθος αυτό κατορθώναμε να διαφύγωμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου