ΚΡΩΜΝΗ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
Παράλληλα
προς την παραλία του Ευξείνου Πόντου και σε απόσταση γύρω στα 60 χιλιόμετρα, σε
ευθεία γραμμή, υψώνεται στην ανατολική πλευρά η οροσειρά του Παρυάδρη. Τις βορινές
κλιτύες της οροσειράς, που βλέπουν προς τη θάλασσα, καλύπτουν από την κορυφή
καταπράσινα χορτοβόλα οροπέδια, με άφθονα και ψυχρά νερά, που το καλοκαίρι
αποτελούν ιδεώδεις βοσκότοπους. Τους βοσκότοπους αυτούς στον Πόντο
ονόμαζαν<<παρχαρέα>>. Ακολουθούν κατόπιν πυκνά και άγρια δάση και
πέραν από αυτά η ευφορότατη γη της παραλίας του Πόντου.
Οι μεσημβρινές κλιτύες της οροσειράς είναι, κατά το πλείστον, γυμνές και μέσα στις κοιλάδες της είναι κατασπαρμένα πολλά χωριά και κωμοπόλεις. Τα περισσότερα από τα χωριά αυτά κατοικούνταν από Έλληνες.
Οι μεσημβρινές κλιτύες της οροσειράς είναι, κατά το πλείστον, γυμνές και μέσα στις κοιλάδες της είναι κατασπαρμένα πολλά χωριά και κωμοπόλεις. Τα περισσότερα από τα χωριά αυτά κατοικούνταν από Έλληνες.
Απλώνεται μέσα σε μια πεταλοειδή κοιλότητα, αμέσως κάτω από τη ράχη της οροσειράς, που σ’ αυτή την περιοχή ονομάζεται Κουλάτ Νταγ και αρχίζει από το διάσελο του Αεν-Ζαχαρέα και φθάνει δυτικά ως το Ζύγανα Νταγ. Στην περιοχή της Κρώμνης, οι ράχες του Κουλάτ λέγονται Καρά Καπάν. Ανατολικά από τον Αεν-Ζαχαρέα υψώνεται το Γιαλονομύτ (2700μ.). Φαίνεται από εκεί η Θάλασσα και ίσως γι’ αυτό και η ονομασία. Από τον κορμό του Παρυάδρη, στο σημείο αυτό (Αεν-Ζαχαρέας - Γιαλονομύτ) διακλαδίζεται μεσημβρινά μια σειρά του βουνού που 4. προχωρεί σε αρκετόν βάθος.
Στη σειρά αυτή υψώνονται τα βουνά του ανατολικά Ματέν, Τεβέ-Μποΐ, Καρα-Τάς, Άλγερη. Από το Καρα-Τάς στρέφεται πάλιν δυτικά, διαγράφοντας εκεί το σύνορον Κρώμνης -Ίμερας. Τα σύνορα της Κρώμνης δεν περιορίζονταν προς βορράν στο Κουλάτ-Ντάγ και τον Αεν-Ζαχαρέα, αλλ’ επεκτείνονταν και στην επικλινή βορινή πλευρά σε βάθος δέκα και πλέον χιλιομέτρων, όπου μέσα σε άλλη κοιλότητα βρίσκονταν τα παρχάρεα της Κρώμνης.
Αυτά επεκτείνονται πολύ και πέραν από του «Ισραήλ το Χαν» επεκτείνονταν τα σύνορα της Κρώμνης, τα οποία, αφού προσπερνούσαν του προς την Μαρζαλάκ, που ήταν χάνι αλλά και παρχάρ της Λαραχανής, έφθαναν ως το δάσος, όπου πάνω στο δρόμο υπήρχε μια οξιά, που τη λέγαμε <<το σταυρωτόν η οξέα>> και που αποτελούσε το σύνορον Κρώμνης - Λαραχανής. Μέσα στην πρώτη διαγραφόμενη πεταλοειδή κοιλότητα με πολλές και βαθειές χαράδρες, που σχηματίσθηκαν με το πέρασμα των αιώνων και χιλιετηρίδων από την διαβρωτική δύναμη του νερού, είναι διασπαρμένες οι εννέα ενορίες της Κρώμνης. Τις χαράδρες διαρρέουν μικρά ποταμάκια, μάλλον χείμαρροι. Και τις κορυφές των βουνών στεφανώνουν βράχοι πανύψηλοι, με πολλές σπηλιές, μεγάλες και μικρές. Χαρακτηριστικοί είναι οι βράχοι πάνω από την ενορία Μαντζάντων, που λέγονταν Λεοστάρεα και οι βράχοι της ενορίας Μόχωρας, ο Σπέλεν και τα Σπελοκέφαλα, που απλώνονται από τον Καστρότοιχο Μόχωρα και επεκτείνονται πολύ ανατολικά.
Βουνά
Κεντρικό βουνό της
περιοχής είναι ο Παρυάδρης, που απλώνεται από Ανατολή σε Δύση, παράλληλα με την
παραλία του Ευξείνου Πόντου. Μέσα σ’ αυτό το ορεινόν τείχος διαγράφονται πολλά
συγκροτήματα βουνών, όπως προαναφέραμε, με βαθειές χαράδρες, που τις διαρρέουν
άφθονα νερά. Σε πολλές μεριές έχουν τέτοια κατηφοριά, που τα νερά κατρακυλούν
αφρισμένα σαν ένας καταρράκτης με αφάνταστο ύψος.
Ανατολικά από τον Αεν-Ζαχαρέα υψώνεται το Γιαλονομύτ και τα βουνά του Ματέν και με μικρήν απόκλιση προς Νότον υψώνεται το περίφημο βουνό Αεν-Παύλον (3063 μ.). Όπως όλα τα βουνά της Κρώμνης κι ο Αεν-Παύλον δεν έχει ούτε ένα δένδρον. Είναι όμως βουνό καταπράσινο, ομαλό, που ως λίγο χαμηλά από την κορυφή ανεβαίνει κανείς καβάλα σε άλογο. Από την βορειοδυτική πλευρά της κορυφής αυτής ποτέ δεν λείπει το χιόνι. Στην ίδια αυτή πλευρά, αρκετά μέτρα χαμηλά από την κορυφή, σχηματίζεται μια λεκάνη, που δέχεται τα νερά που δημιουργεί το λιώσιμο των χιονιών. Έτσι, σε υψόμετρο 2800 περίπου μέτρων, σχηματίζεται μια μαγευτική λίμνη, «τ’ Αεν-Παυλή το Λιμνίν», που η επίσκεψή της, όπως και της κορυφής του βουνού, αποτελούσε το όνειρο των παραθεριστών της Κρώμνης. Τα νερά της λίμνης αυτής είναι ψυχρότατα και διαυγέστατα. Βάθος, δεν έχει μεγάλο. Ίσως σε λίγα σημεία να φθάνει τα δύο μέτρα. Ωστόσο, υπήρχε ο θρύλος πως η λίμνη έχει καταβόθρες που ρουφούσαν όσους Θα προχωρούσαν στο μέσον και πως τα νερά της χάνονταν μέσα σ’ αυτές. Και όμως δεν ήταν καθόλου δύσκολο να διαπιστώσει ο κάθε παρατηρητής πως, όσο νερό εισέρρεε στη λίμνη από την επάνω άκρη, απ’ όπου κατέβαιναν τα νερά που προέρχονταν από την τήξη του χιονιού, άλλο τόσο ξεχυνόταν από την άλλη μεριά προς τον κατήφορο. Τα νερά της λίμνης κατεβαίνουν δεξιά από τον Ταύρον και τα καμμένα και σμίγουν κάπου στο ποτάμι της Παναγίας Σουμελά.
Από την κορυφή του Αεν-Παύλου, όπως και από τη λίμνη, με αίθριο και καθαρό ουρανό φαίνεται η θάλασσα. Γι’ αυτό πολλοί διατείνονται πως αυτού είναι ο Θήχης του Ξενοφώντα. Ο Θήχης πρέπει να είναι το Κουλάτ, απ’ όπου φαίνεται καθαρά η θάλασσα του Ευξείνου Πόντου και που είναι η φυσική δίοδος από τα μεσόγεια (Γυμνιάδα, Βαιβούρτ) προς Τραπεζούντα.
Ανατολικά από τον Αεν-Ζαχαρέα υψώνεται το Γιαλονομύτ και τα βουνά του Ματέν και με μικρήν απόκλιση προς Νότον υψώνεται το περίφημο βουνό Αεν-Παύλον (3063 μ.). Όπως όλα τα βουνά της Κρώμνης κι ο Αεν-Παύλον δεν έχει ούτε ένα δένδρον. Είναι όμως βουνό καταπράσινο, ομαλό, που ως λίγο χαμηλά από την κορυφή ανεβαίνει κανείς καβάλα σε άλογο. Από την βορειοδυτική πλευρά της κορυφής αυτής ποτέ δεν λείπει το χιόνι. Στην ίδια αυτή πλευρά, αρκετά μέτρα χαμηλά από την κορυφή, σχηματίζεται μια λεκάνη, που δέχεται τα νερά που δημιουργεί το λιώσιμο των χιονιών. Έτσι, σε υψόμετρο 2800 περίπου μέτρων, σχηματίζεται μια μαγευτική λίμνη, «τ’ Αεν-Παυλή το Λιμνίν», που η επίσκεψή της, όπως και της κορυφής του βουνού, αποτελούσε το όνειρο των παραθεριστών της Κρώμνης. Τα νερά της λίμνης αυτής είναι ψυχρότατα και διαυγέστατα. Βάθος, δεν έχει μεγάλο. Ίσως σε λίγα σημεία να φθάνει τα δύο μέτρα. Ωστόσο, υπήρχε ο θρύλος πως η λίμνη έχει καταβόθρες που ρουφούσαν όσους Θα προχωρούσαν στο μέσον και πως τα νερά της χάνονταν μέσα σ’ αυτές. Και όμως δεν ήταν καθόλου δύσκολο να διαπιστώσει ο κάθε παρατηρητής πως, όσο νερό εισέρρεε στη λίμνη από την επάνω άκρη, απ’ όπου κατέβαιναν τα νερά που προέρχονταν από την τήξη του χιονιού, άλλο τόσο ξεχυνόταν από την άλλη μεριά προς τον κατήφορο. Τα νερά της λίμνης κατεβαίνουν δεξιά από τον Ταύρον και τα καμμένα και σμίγουν κάπου στο ποτάμι της Παναγίας Σουμελά.
Από την κορυφή του Αεν-Παύλου, όπως και από τη λίμνη, με αίθριο και καθαρό ουρανό φαίνεται η θάλασσα. Γι’ αυτό πολλοί διατείνονται πως αυτού είναι ο Θήχης του Ξενοφώντα. Ο Θήχης πρέπει να είναι το Κουλάτ, απ’ όπου φαίνεται καθαρά η θάλασσα του Ευξείνου Πόντου και που είναι η φυσική δίοδος από τα μεσόγεια (Γυμνιάδα, Βαιβούρτ) προς Τραπεζούντα.
Στην κορυφή
του Αεν-Παύλου δεν συνέτρεχε ποσώς να ανέβαιναν οι Μύριοι. Κι αν ανέβηκαν, δεν
Θα περιέγραφε ο Ξενοφών τη λίμνη; Το διάσελο του Αεν-Ζαχαρέα προσφέρει άριστη
διάβαση προς την κατεύθυνση της Θάλασσας. Οι Μύριοι Θα πήραν ασφαλώς την
κατεύθυνση αυτή, αφού στράφηκαν δυτικά για να πλησιάσουν το ρουν του ποταμού
Χαρσιώτη, που υποτίθεται ότι ακολουθούσαν στην περιοχή αυτή. Και σ’ ένα σημείο,
περί τα δύο ή τρία χιλιόμετρα δυτικά από τον Αεν-Ζαχαρέα, αντίκρυσαν την
πολυπόθητη Θάλασσα.
<<ο Θήχης του Ξενοφώντα>> Υπάρχει και η εκδοχή πως ο Θήχης είναι η Ζύγανα απ’ όπου επίσης φαίνεται η θάλασσα και που καλύτερα προσαρμόζεται στην άποψη της παρακολουθήσεως από τους Μυρίους του ρου του ποταμού, αλλά η, κατά λίγα χιλιόμετρα, απομάκρυνσή τους για διάφορους λόγους (αποφυγή δυσκολιών, εχθρών, συντόμευση αποστάσεως και άλλοι) δεν αίρει την αιτιολογία αυτή.
Και την κοιλάδα των παρχαρίων στεφανώνουν πανύψηλα βουνά. Βορειοανατολικά από τον Αεν-Ζαχαρέα και ΒΔ από τον Αεν-Παύλο υψώνεται ο Ταύρος, και προς βορράν στο βάθος υψώνεται ο Κασκαμάτς που στεφανώνει τα Λειβαδία και το Μετζίτ και επεκτείνεται ακόμη βορειότερα, για να σχηματίσει, ανατολικά, τη χαράδρα που κατέρχεται στης «Χαντζούκας το Πεγάδ» και φέρνει από κει και πέρα μέσα από πυκνότατο δάσος από έλατα στην Παναγία Σουμελά και δυτικά τις χαράδρες απ’ όπου διέρχεται ο δρόμος προς το δάσος της Λαραχανής.
Στα τρία αυτά βουνά εμαίνετο ο αγριότερος χειμώνας με χιονοθύελλες και χιονοφουρτούνες τρομακτικές. Οι Κρωμναίοι είχαν πικράν πείραν της αγριότητας της περιοχής αυτών και την διετύπωναν με το παρακάτω δίστιχο:
Ο Κασκαμάτς ελίβωσεν κι ο Ταύρον εχιονίεν,
και τ’ Αεν-Παύλη το ραχίν τρανόν αντάραν έχει.
<<ο Θήχης του Ξενοφώντα>> Υπάρχει και η εκδοχή πως ο Θήχης είναι η Ζύγανα απ’ όπου επίσης φαίνεται η θάλασσα και που καλύτερα προσαρμόζεται στην άποψη της παρακολουθήσεως από τους Μυρίους του ρου του ποταμού, αλλά η, κατά λίγα χιλιόμετρα, απομάκρυνσή τους για διάφορους λόγους (αποφυγή δυσκολιών, εχθρών, συντόμευση αποστάσεως και άλλοι) δεν αίρει την αιτιολογία αυτή.
Και την κοιλάδα των παρχαρίων στεφανώνουν πανύψηλα βουνά. Βορειοανατολικά από τον Αεν-Ζαχαρέα και ΒΔ από τον Αεν-Παύλο υψώνεται ο Ταύρος, και προς βορράν στο βάθος υψώνεται ο Κασκαμάτς που στεφανώνει τα Λειβαδία και το Μετζίτ και επεκτείνεται ακόμη βορειότερα, για να σχηματίσει, ανατολικά, τη χαράδρα που κατέρχεται στης «Χαντζούκας το Πεγάδ» και φέρνει από κει και πέρα μέσα από πυκνότατο δάσος από έλατα στην Παναγία Σουμελά και δυτικά τις χαράδρες απ’ όπου διέρχεται ο δρόμος προς το δάσος της Λαραχανής.
Στα τρία αυτά βουνά εμαίνετο ο αγριότερος χειμώνας με χιονοθύελλες και χιονοφουρτούνες τρομακτικές. Οι Κρωμναίοι είχαν πικράν πείραν της αγριότητας της περιοχής αυτών και την διετύπωναν με το παρακάτω δίστιχο:
Ο Κασκαμάτς ελίβωσεν κι ο Ταύρον εχιονίεν,
και τ’ Αεν-Παύλη το ραχίν τρανόν αντάραν έχει.
Ποτάμια
Το Κουλάτ, σαν κοινή χορδή των δύο
κοιλάδων της Κρώμνης (της μιας, όπου κείνται οι ενορίες και της άλλης, όπου τα
παρχάρεα),
αποτελεί τον υδροκρίτη της περιοχής.
Τα νερά της μεσημβρινής κοιλάδας σμίγουν στον Χαρσιώτη, που εκβάλλει στην
Τρίπολη, ενώ τα νερά της βορεινής κοιλάδας χύνονται στον Πυξίτη, που εκβάλλει
στην Τραπεζούντα.
Στην πρώτη κοιλάδα, από τα βουνά του Ματενί πηγάζουν πολλά νερά, κατέρχονται προς τα χάνια, κυλάνε στο βάθος δυτικά, ενώνονται και σχηματίζουν ένα ποταμάκι. Ύστερα από διαδρομή ενός περίπου χιλιομέτρου πίπτουν τα νερά του από έναν περίφημον καταρράκτη (Καταρράχτες), ύψους 11 μέτρων. Σε μικρή απόσταση από τον καταρράκτη σμίγουν στο ποτάμι αυτό τα νερά μιας πλούσιας πηγής που λέγεται χαλκοπέγαδον. Έτσι πλουτίζεται αρκετά, ώστε να θέτει σε κίνηση μύλους. Παίρνει από εκεί το όνομα «τη Φραγκάντων το Ποτάμ», προχωρεί όλο δυτικά, έχοντας δεξιά καθ’ όλη τη διαδρομή πολλές μικρές κοιλάδες, μέσα στις οποίες κείνται οι «Πέραν Ενορίες» της Κρώμνης. Κοντά στην ενορία Αλχαζάντων, στο ποτάμι αυτό, σμίγουν τα νερά τη «Θεοδώρας τ’ Ορμί», που κατεβαίνουν από τη Σιαμί, τα Αγιάσματα που κατέρχονται από του Καβελάκ και άλλα νερά, που κατεβαίνουν από τα Λεοστάρεα, ενώνονται όλα κοντά περίπου στην ενορία Σιαμανάντων και όλα μαζί αποτελούν τη «Σιαμανάντων το Ποτάμ» .
Στην πρώτη κοιλάδα, από τα βουνά του Ματενί πηγάζουν πολλά νερά, κατέρχονται προς τα χάνια, κυλάνε στο βάθος δυτικά, ενώνονται και σχηματίζουν ένα ποταμάκι. Ύστερα από διαδρομή ενός περίπου χιλιομέτρου πίπτουν τα νερά του από έναν περίφημον καταρράκτη (Καταρράχτες), ύψους 11 μέτρων. Σε μικρή απόσταση από τον καταρράκτη σμίγουν στο ποτάμι αυτό τα νερά μιας πλούσιας πηγής που λέγεται χαλκοπέγαδον. Έτσι πλουτίζεται αρκετά, ώστε να θέτει σε κίνηση μύλους. Παίρνει από εκεί το όνομα «τη Φραγκάντων το Ποτάμ», προχωρεί όλο δυτικά, έχοντας δεξιά καθ’ όλη τη διαδρομή πολλές μικρές κοιλάδες, μέσα στις οποίες κείνται οι «Πέραν Ενορίες» της Κρώμνης. Κοντά στην ενορία Αλχαζάντων, στο ποτάμι αυτό, σμίγουν τα νερά τη «Θεοδώρας τ’ Ορμί», που κατεβαίνουν από τη Σιαμί, τα Αγιάσματα που κατέρχονται από του Καβελάκ και άλλα νερά, που κατεβαίνουν από τα Λεοστάρεα, ενώνονται όλα κοντά περίπου στην ενορία Σιαμανάντων και όλα μαζί αποτελούν τη «Σιαμανάντων το Ποτάμ» .
Από το Τεβέ-Μποί πηγάζουν τα «εφταπέγαδα» που κατεβαίνουν στα Κλιβεάνεα, από
εκεί κατρακυλούν, ενώνονται στη θέση Καταπάνεα με τα νερά που πηγάζουν από τον
Αηλία και κατεβαίνουν προς την Μόχωρα. Άλλα νερά αναβλύζουν από την περιοχή
Καναζούτεα, χαμηλά κάτω από το Καρά-Τας σχηματίζουν κι αυτά ποταμάκι. Τα δύο
αυτά ποτάμια σμίγουν στην ανατολική άκρη της Μόχωρας και παίρνοντας από εκεί το
όνομα <<τη Μόχωρας το Ποτάμ>> κυλάει κι αυτό δυτικά και ενώνεται με
του Σιαμανάντων το ποτάμι κοντά στην ενορία Ζεμπερέκεα. Ακόμη δυτικότερα και
από την βορεινή πλευρά δέχονται και τα νερά του ποταμιού, που κατεβαίνει από τα
Λωρία και τη Νανάκ και σχηματίζουν όλα μαζί «τη Κρωμή το Ποτάμ», που σμίγει
κοντά στο Διπόταμο με της «Ίμερας το Ποτάμ» και προχωρώντας δυτικότερα δέχονται
τα ποτάμια αυτά και άλλα νερά και όλα μαζί παίρνουν το όνομα Γιαγλή-Τερέ. Και
όπως προαναφέραμε, σμίγουν στον Χαρσιώτη που εκβάλλει στην Τρίπολη.
Τα νερά της βορεινής κοιλάδας κατέρχονται προς τα Λειβαδία, όπου σχηματίζουν «τη Παρχαρί το Ποτάμ» που ακολουθώντας τη χαράδρα του δάσους της Λαραχανής κατευθύνεται όλο προς βορράν και σμίγει πέραν από τη Λαραχανή, κοντά στην Κουσπιδή, στο ποτάμι της Παναγίας Σουμελά. Ενωμένα από εκεί φθάνουν στο Τζεβιζλίκ, όπου σμίγουν και τα νερά του ποταμού που κατεβαίνει από το Χαψή-Κιοΐ και έτσι σχηματίζουν τον Πυξίτη ποταμό, που χύνεται στη Θάλασσα, ανατολικά, κοντά στην Τραπεζούντα.
Τα νερά της βορεινής κοιλάδας κατέρχονται προς τα Λειβαδία, όπου σχηματίζουν «τη Παρχαρί το Ποτάμ» που ακολουθώντας τη χαράδρα του δάσους της Λαραχανής κατευθύνεται όλο προς βορράν και σμίγει πέραν από τη Λαραχανή, κοντά στην Κουσπιδή, στο ποτάμι της Παναγίας Σουμελά. Ενωμένα από εκεί φθάνουν στο Τζεβιζλίκ, όπου σμίγουν και τα νερά του ποταμού που κατεβαίνει από το Χαψή-Κιοΐ και έτσι σχηματίζουν τον Πυξίτη ποταμό, που χύνεται στη Θάλασσα, ανατολικά, κοντά στην Τραπεζούντα.
ΓΕΩΡΓΙΑ
Στην Κρώμνη δεν
υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις, όπως απαιτεί η γεωργία. Έπειτα, το υψόμετρον των 2000
περίπου μέτρων δεν είναι ευνοϊκόν για την επιτυχή καλλιέργεια. Λίγες και
περιορισμένες είναι οι εκτάσεις για καλλιέργεια σιτηρών.
Μέσα στο πρώτον ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν ο πληθυσμός της Κρώμνης ήταν πολύ μεγάλος και δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το κύμα της μεταναστεύσεως, καλλιεργούσαν, όχι μόνον τα χωράφια γύρω στις συνοικίες, αλλά και τα χωράφια που είχαν στις πλαγιές των βουνών. Οι ανάγκες της ζωής ήταν τότε ελάχιστες και οι απαιτήσεις ακόμη πιο λίγες. Έμεναν οι άνθρωποι ικανοποιημένοι από κάθε απόδοση της γεωργίας και περιορίζονταν στα απολύτως αναγκαία.
Έπειτα, ήκμαζε τότε η μεταλλουργία στην Κρώμνη και απέδιδε πολλά στους κατοίκους. Από τα μέσα όμως του αιώνα αυτού, τα μεταλλεία σταμάτησαν. Αυτό ήταν πλήγμα για την οικονομική ζωή των Κρωμναίων. Έπειτα και οι ανάγκες της ζωής σιγά σιγά αυξάνονταν.
Με το σταμάτημα των μεταλλείων, την αύξηση των αναγκών της ζωής και την διαπίστωση ότι η γεωργία δεν είναι δυνατόν να αποφέρει ό,τι απαιτείται και για την απλή συντήρηση, εγκαταλείφθηκε η καλλιέργεια στα βουνά, που ελάχιστα απέδιδε και οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν την γενέτειρά τους και επεδόθησαν σε άλλα επαγγέλματα στις πλησιέστερες πόλεις, ακόμη και στο εξωτερικό. Και τα λίγα ακόμη χωράφια μέσα στις ενορίες δεν εκαλλιεργούντο πια με σιτηρά, αλλά παρέμειναν χέρσα για να αποδίδουν νομή για την κτηνοτροφία. (Φυσικό χόρτο).
Μέσα στο πρώτον ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν ο πληθυσμός της Κρώμνης ήταν πολύ μεγάλος και δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το κύμα της μεταναστεύσεως, καλλιεργούσαν, όχι μόνον τα χωράφια γύρω στις συνοικίες, αλλά και τα χωράφια που είχαν στις πλαγιές των βουνών. Οι ανάγκες της ζωής ήταν τότε ελάχιστες και οι απαιτήσεις ακόμη πιο λίγες. Έμεναν οι άνθρωποι ικανοποιημένοι από κάθε απόδοση της γεωργίας και περιορίζονταν στα απολύτως αναγκαία.
Έπειτα, ήκμαζε τότε η μεταλλουργία στην Κρώμνη και απέδιδε πολλά στους κατοίκους. Από τα μέσα όμως του αιώνα αυτού, τα μεταλλεία σταμάτησαν. Αυτό ήταν πλήγμα για την οικονομική ζωή των Κρωμναίων. Έπειτα και οι ανάγκες της ζωής σιγά σιγά αυξάνονταν.
Με το σταμάτημα των μεταλλείων, την αύξηση των αναγκών της ζωής και την διαπίστωση ότι η γεωργία δεν είναι δυνατόν να αποφέρει ό,τι απαιτείται και για την απλή συντήρηση, εγκαταλείφθηκε η καλλιέργεια στα βουνά, που ελάχιστα απέδιδε και οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν την γενέτειρά τους και επεδόθησαν σε άλλα επαγγέλματα στις πλησιέστερες πόλεις, ακόμη και στο εξωτερικό. Και τα λίγα ακόμη χωράφια μέσα στις ενορίες δεν εκαλλιεργούντο πια με σιτηρά, αλλά παρέμειναν χέρσα για να αποδίδουν νομή για την κτηνοτροφία. (Φυσικό χόρτο).
Ωστόσο
λίγες οικογένειες εξακολουθούσαν να επιδίδονται στη γεωργία. Έσπερναν λίγο
σιτάρι (διμήνι ή τριμήνι), κριθάρι δίστιχο (της μπύρας) και σε πολύ μικρή
κλίμακα λινάρι «καταβάτ», του οποίου τον καρπό χρησιμοποιούσαν σαν σουσάμι.
‘Ολα αυτά εκαλλιεργούντο γύρω από τις ενορίες. Στους λόφους και τα βουνά
καλλιεργούσαν ένα είδος σίκαλης, που την ονόμαζαν «γιλαμά» Έσπερναν τη γιλαμά
από τις 20 Μαίου μέχρι της 10 Ιουνίου. Την πρώτη χρονιά φύτρωνε, άπλωνε και
σκέπαζε όλην την επιφάνεια του χωραφιού, χωρίς να πετάξει βλαστό ίνα
ξεσταχυάσει). Λέγανε πως <<το χωράφ ετσακάτωσεν>>. Την επομένη
χρονιά, μετά την καινούργια βλάστηση, άρχιζε το ξεστάχυασμα. Το αδέλφωμα που
έκανε ήταν φαινόμενο. Μετρήθηκαν από μια ρίζα 150-250 στάχυα,
ολόκληρη
μια τούφα, που κατελάμβανε μισό τετραγωνικό μέτρο. Για ένα στρέμμα επαρκούσε
σπόρος 7-8 κιλά. Με το «τσακάτωμα» σκεπαζόταν όλη η επιφάνεια του χωραφιού και
κατά τον Σεπτέμβριο φαινόταν καταπράσινο. Την άνοιξη, αφού έλυωναν τα χιόνια,
το χωράφι ξαναπρασίνιζε και αργότερα τα φυτά ξεστάχυαζαν και μεγάλωναν. Τα
στάχυα έφθαναν το ύψος των δύο μέτρων. Από μια τέτοια βλάστηση έπρεπε να
αναμείνει κανείς απόδοση τεράστια. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβαινε, γιατί η
ωρίμανση γινόταν μετά την 15η Αυγούστου και συχνά έπεφταν παγωνιές και
καταστρεφόταν ολόκληρη η σοδειά. Αλλά, και αν γλίτωναν από τις παγωνιές καταστρεφόταν
στ’ αλώνια από τις βροχές και τις πάχνες. Πολλές χρονιές δεν προλάβαιναν να
τελειώσουν τον αλωνισμό κι έμεναν οι θημωνιές για να αλωνισθούν τον Απρίλη της
άλλης χρονιάς. Αλλά, κι αν αλωνιζόταν απέδιδαν καρπό κατεστραμμένο ή από
παγωνιά ή από βροχή. Το αλεύρι αυτού του καρπού απέδιδε ψωμί λασπώδες.
Όταν όμως ευδοκούσε να μη προσβάλλωνται από παγωνιές και να επιτύχει και ο αλωνισμός, η απόδοση τότε έφθανε στο στρέμμα και ως 1000 κιλά. Τότε και η ποιότητα του αλευριού ήταν καλή. Αλλά μια τέτοια επιτυχία έπρεπε να θεωρείται πρώτος λαχνός λαχείου.
Αφού λοιπόν είδαν οι Κρωμναίοι ότι με την γεωργία δεν είναι δυνατόν να εξοικονομούν τα προς το ζην, εγκατέλειψαν το αλέτρι και πήραν τον δρόμο της ξενητειάς, κυρίως στην Τραπεζούντα, όπου επιδίδονταν σε διάφορα μικροεπαγγέλματα, από του μικροπωλητού μέχρι του εμπόρου. Πολλοί μάλιστα, τόσο στην Τραπεζούντα όσο και σε άλλες πόλεις και στη Ρωσία ακόμη ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα, κέρδισαν χρήματα και ευεργέτησαν την πατρίδα τους.
Την εποχή του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως μετά την οπισθοχώρηση του Ρωσικού στρατού, λόγω της δύσκολης επισιτιστικής καταστάσεως, οι ολίγοι εναπομείναντες κάτοικοι ξανάρχισαν, σε περιορισμένη κλίμακα, να καλλιεργούν λίγα χωράφια για να εξασφαλίσουν κάπως τα απαραίτητα.
Όσο περιορισμένη κι αν ήταν η γεωργία στην Κρώμνη, είναι επιβεβλημένον να σημειώσουμε εδώ, σε σύντομες γραμμές, όλην την διαδικασία της διεξαγωγής της. Όπως προαναφέραμε, ως τα μέσα του Ι9ου αιώνα, πολλοί κάτοικοι της Κρώμνης επιδίδονταν στη γεωργία και καλλιεργούσαν, όχι μόνον μέσα στο χωριό, γύρω στις ενορίες, αλλά και στα βουνά, σε μακρυνές αποστάσεις, χωράφια, που και στις μέρες μας ακόμη έδειχναν πως κάποτε το αλέτρι έσχιζε τα χώματά τους και οι γεωργοί εμπιστεύονταν σ’ αυτά την εξασφάλιση του επιουσίου. Και οι μαρτυρίες αυτές ήταν, εκτός από τις διηγήσεις των γερόντων τα «τραφία» (τάφροι) που σχηματίζονταν στην κατηφορική άκρη των χωραφιών, από την συνεχή, επί πολλά χρόνια μετατόπιση του χώματος στη μεριά αυτή από τα οργώματα, που κάθε χρόνο και από μια αυλακιά τα κατέβαζαν προς τα κάτω. Έτσι εσχηματίσθηκαν τα τραφία, το επικλινές δηλαδή μέρος μεταξύ δύο χωραφιών, που ήταν πολύ κατηφορικό και ποτέ δεν οργωνόνταν, αλλά θέριζαν μόνον το χόρτο του. Και ήταν κανονισμένο το τραφίν να αποτελεί συνέχεια του χωραφιού που ήταν από την επάνω μεριά.
Στην εποχή μας, για την οποίαν κυρίως γίνεται η παρούσα περιγραφή, 1900-1924, η γεωργία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Πιο μπροστά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ελάχιστα χωράφια μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς μέσα στις ενορίες, σπαρμένα με τριμήνι ή διμήνι σιτάρι και δίστιχο κριθάρι, που εξασφάλιζαν ελάχιστο μέρος των όλων επισιτιστικών αναγκών ελαχίστων οικογενειών.
Σε ολόκληρη την Κρώμνη ήταν ζήτημα αν υπήρχαν 5 ζευγάρια βοδιών και δεν υπήρχε γεωργός που να είχε το ζευγάρι του, αλλά δύο διέθεταν ανά ένα. Στην παραμικρή παρεξήγηση μεταξύ των συνεταίρων καταντούσε το ζευγάρι άχρηστο. Σε κάποια τέτοια δύσκολη θέση θα βρέθηκε κάποτε ο μακαρίτης ο Τσίρτς ο Θόδωρον, ο μόνος γεωργός του Αληθινού, που είχε ένα μόνο βόδι και είπε: «Καλλίον δύο κάτας, παρά ίναν ασλάν» Και σε μια άλλη όμοια περίπτωση, για να αποτρέψει ή να ματαιώσει τον χωρισμό του ζευγαριού του, είπε στον συνέταιρό του μπροστά σε επιτροπή για τον διακανονισμό της υπόθεσής των την περίφημη δικαιολογία: «Ογλούμ’ αούτο το έναν το βουδ, τ’ ημψόν τ’ εσόν και τ’ ημψόν τ’ εμόν και τ’ άλλο το βουδ πα, τ’ ημψόν τ’ εμόν και ημψόν τ’ εσόν» Κατά την διάρκεια του πολέμου και προ πάντων κατά τη δεύτερη φάση, μετά την οπισθοχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων, επιτακτική ανάγκη επέβαλε την επέκταση της καλλιεργείας σιτηρών, όπως και άλλων ειδών. Η αραίωση του πληθυσμού με την αναχώρηση των περισσοτέρων οικογενειών στη Ρωσία, έθεσε στη διάθεση των εναπομεινάντων μεγαλύτερες εκτάσεις μέσα στο χωριό και ήταν κάπως αποδοτική η γεωργία. Ωστόσο, βόδια ελάχιστα υπήρχαν και μάλιστα λιγότερα της προπολεμικής εποχής. Το όργωμα γινόταν τώρα και με τα ενυπάρχοντα άλογα, όχι κατά ζεύγη, αλλά ανά ένα.
Το «αλέτρ», που ήταν σε χρήση στην Κρώμνη και σε όλον γενικά τον Πόντον, ήταν μια παραλλαγή του Ησιοδείου αρότρου. Αν το συγκρίνουμε με το όμοιόν του της Μακεδονίας, βρίσκουμε ότι στο αλέτρι της Κρώμνης το χερούλι, «χερ», διαπερνούσε κάθετο τον ιστοβοέα (τιμόνι) ή «οκ», κοντά στην εσωτερική οξεία γωνία που σχηματίζει αυτό με το αλετροπόδι «ποδάρ» και στο άνω μέρος του χερουλιού είχε μικρή οριζόντια εξοχή, απ’ όπου έπιανε το αλέτρι ο γεωργός, ενώ εδώ στη Μακεδονία το χερούλι προβάλλει λοξά με αμβλεία γωνία προς τα άνω και προς το χέρι του γεωργού.
Το οκ το ένωναν με το ζυγό χρησιμοποιώντας το «καντρούκ», έναν πέτσινον κρίκο και πάνω στο καντρούφ επετίθετο ένας ξύλινος κρίκος με τα άκρα του ενωμένα μεν, αλλά ελεύθερα, ώστε να ανοίγουν με μικρή πίεση. Έτσι, η άκρη του τιμονιού στριφογύριζε εκεί ελεύθερα.
Με το «κορτσοβέλ», ένα μικρό πασσαλοειδές ξύλο, εκανόνιζαν το βάθος που ήθελαν να χώνεται το υνί, αφού με αυτό μετακινούσαν το καντρούφ (δηλ. μάκραιναν ή μίκραιναν το οκ), βάζοντας το κορτσοβέλ μέσα στις τρύπες που φέρνει το οκ.
Στο αλέτρι της Κρώμνης, εσωτερικά το χερούλι, όπως διαπερνούσε τον ιστοβοέα και ενωνόταν με το αλετροπόδι, εσχημάτιζε το μαχαίρι, «σπαθίν», που έκοβε το χώμα, ενώ στο αλέτρι που γνωρίσαμε εδώ είναι ξεχωριστό το μαχαίρι. Τα ξυλαράκια, που προσαρμόζονται στο αλετροπόδι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτό και ήταν έτσι προσαρμοσμένα, ώστε να σχηματίζουν προς τα έξω αβλεία γωνία και προς τα μέσα οξεία, μικρή δηλ. διαφορά με τα ανάλογα του εδώ αλετριού, που παίρνουν κατεύθυνση λοξή προς το χερούλι. Προορισμός τους, που ελάχιστα επιτυγχάνεται, είναι να αναστρέφουν το χώμα.
Το υνί, «γυνίν», που προσαρμοζόταν στο αλετροπόδι ήταν όμοιο σχεδόν με το υνί του Μακεδόνα γεωργού. Η μύτη του ήταν κοντή και η προσαρμογή του στο αλετροπόδι με αντεστραμμένα τα μάγουλα προς τα άνω. Ο ζυγός δεν παρουσίαζε καμιά διαφορά. Τα «ζευλία»απαραιτήτως ήταν ξύλινα και ουδέποτε σιδερένια, για να είναι δυνατόν σε
περίπτωση κινδύνου να σπάσουν και να ελευθερωθούν τα βόδια από το ζυγό. Τα ζευλία δένονταν από κάτω με τρίχινη χοντρή κλωστή, τα «ζευτήρεα». Η παρότρυνση των βοδιών γινόταν με το «βουκέντρ» από ξύλο φουντουκιάς, που στο άκρον του είχε το «μοτούλ» ένα μυτερό καρφάκι, μπηγμένο στη άκρη του, ώστε να εξέχει περί τα δύο χιλιοστά.
Κατά την άροση, αφού ο γεωργός εσχημάτιζε το πρώτο αυλάκι από τη μια άκρη του χωραφιού ως την άλλη και επέστρεφε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, τη δεύτερη φορά έφθανε στα δύο τρίτα της πρώτης σειράς, την τρίτη φορά ακόμη συντομότερα και κατ’ αυτόν το τρόπο η μια άκρη του χωραφιού οργωνόταν σε αρκετό ύψος στο μισό πλάτος των χωραφιού, ενώ από την άλλη βρισκόταν ακόμη στην πρώτη αυλακιά. Έλεγε ο γεωργός:
«Έσκωσα το κιφάλ τη χωραφή» Κι όταν έπαιρνε έτσι αρκετή κλίση, τότε όργωνε διαγωνίως από τη μια άκρη ως την άλλη, ως ότου έφθανε στην άνω γωνία του χωραφιού. Έπειτα, αντίστροφα, μίκραιναν συνεχώς οι αυλακιές από την άλλη γωνία του χωραφιού, έως ότου τελείωνε όλο το όργωμα.
Στο «δευτέρωμα», Θα «σταύρωνε» το χωράφι, δηλαδή θα «έσκωνε» από την άλλη μεριά το κεφάλι του χωραφιού για την καλύτερη θρυμμάτιση του χώματος. Όχι μόνον το επικλινές του χωραφιού επέβαλε το τοιούτον όργωμα, αλλά και επίστευαν ότι το δεύτερον όργωμα, κάθετον προς το πρώτο, δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό.
Η σπορά γινόταν μόνον στην αρχή της άνοιξης (τριμήνι, σιτάρι και δίστιχο κριθάρι) εκτός από τη γιλαμά, που περιεγράψαμε. Το θέρισμα του κριθαριού άρχιζε το ενωρίτερον από τις 20 Ιουλίου και του σιταριού από τις 7 Αυγούστου. Πάνω στα δώματα, κοντά στ’ αλώνι, σχηματίζονταν σι θημωνιές «θεμόνεα».
Το αλώνι, κυκλικό, με ακτίνα 3,5 έως 4,5 μέτρα, ήταν μέσα στο χωριό και σε κατάλληλη τοποθεσία, «για να πιάσει αγέρας»για το λίχνισμα. Στη μια άκρη του αλωνιού ήταν πάντα ένα υπόστεγο «στούβα » για προστασία των αλωνιζομένων από τη βροχή.
Όταν ερχόταν η σειρά του αλωνίσματος, «κατέστρωναν» το αλώνι και περιφέρονταν τα βόδια ή τα άλογα σέρνοντας «τσουκάνεα», που ήταν από κάτω οπλισμένα με τσακμακόπετρες κοφτερές και με ειδικά μαχαίρια. Η λοιπή διαδικασία γινόταν όπως στα πρωτόγονα αλωνίσματα. Ύστερα από αλώνισμα αρκετής ώρας, ανασήκωναν τα στάχυα και «έκλωθαν» το αλώνι με το «δικράν» και όταν κοβόταν τ’ αλώνι αρκετά το ανέστρεφαν, «έκλωθαν» με το «λεγμετέρ», που είχε τέσσερα δάκτυλα.
Όταν όμως ευδοκούσε να μη προσβάλλωνται από παγωνιές και να επιτύχει και ο αλωνισμός, η απόδοση τότε έφθανε στο στρέμμα και ως 1000 κιλά. Τότε και η ποιότητα του αλευριού ήταν καλή. Αλλά μια τέτοια επιτυχία έπρεπε να θεωρείται πρώτος λαχνός λαχείου.
Αφού λοιπόν είδαν οι Κρωμναίοι ότι με την γεωργία δεν είναι δυνατόν να εξοικονομούν τα προς το ζην, εγκατέλειψαν το αλέτρι και πήραν τον δρόμο της ξενητειάς, κυρίως στην Τραπεζούντα, όπου επιδίδονταν σε διάφορα μικροεπαγγέλματα, από του μικροπωλητού μέχρι του εμπόρου. Πολλοί μάλιστα, τόσο στην Τραπεζούντα όσο και σε άλλες πόλεις και στη Ρωσία ακόμη ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα, κέρδισαν χρήματα και ευεργέτησαν την πατρίδα τους.
Την εποχή του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως μετά την οπισθοχώρηση του Ρωσικού στρατού, λόγω της δύσκολης επισιτιστικής καταστάσεως, οι ολίγοι εναπομείναντες κάτοικοι ξανάρχισαν, σε περιορισμένη κλίμακα, να καλλιεργούν λίγα χωράφια για να εξασφαλίσουν κάπως τα απαραίτητα.
Όσο περιορισμένη κι αν ήταν η γεωργία στην Κρώμνη, είναι επιβεβλημένον να σημειώσουμε εδώ, σε σύντομες γραμμές, όλην την διαδικασία της διεξαγωγής της. Όπως προαναφέραμε, ως τα μέσα του Ι9ου αιώνα, πολλοί κάτοικοι της Κρώμνης επιδίδονταν στη γεωργία και καλλιεργούσαν, όχι μόνον μέσα στο χωριό, γύρω στις ενορίες, αλλά και στα βουνά, σε μακρυνές αποστάσεις, χωράφια, που και στις μέρες μας ακόμη έδειχναν πως κάποτε το αλέτρι έσχιζε τα χώματά τους και οι γεωργοί εμπιστεύονταν σ’ αυτά την εξασφάλιση του επιουσίου. Και οι μαρτυρίες αυτές ήταν, εκτός από τις διηγήσεις των γερόντων τα «τραφία» (τάφροι) που σχηματίζονταν στην κατηφορική άκρη των χωραφιών, από την συνεχή, επί πολλά χρόνια μετατόπιση του χώματος στη μεριά αυτή από τα οργώματα, που κάθε χρόνο και από μια αυλακιά τα κατέβαζαν προς τα κάτω. Έτσι εσχηματίσθηκαν τα τραφία, το επικλινές δηλαδή μέρος μεταξύ δύο χωραφιών, που ήταν πολύ κατηφορικό και ποτέ δεν οργωνόνταν, αλλά θέριζαν μόνον το χόρτο του. Και ήταν κανονισμένο το τραφίν να αποτελεί συνέχεια του χωραφιού που ήταν από την επάνω μεριά.
Στην εποχή μας, για την οποίαν κυρίως γίνεται η παρούσα περιγραφή, 1900-1924, η γεωργία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Πιο μπροστά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ελάχιστα χωράφια μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς μέσα στις ενορίες, σπαρμένα με τριμήνι ή διμήνι σιτάρι και δίστιχο κριθάρι, που εξασφάλιζαν ελάχιστο μέρος των όλων επισιτιστικών αναγκών ελαχίστων οικογενειών.
Σε ολόκληρη την Κρώμνη ήταν ζήτημα αν υπήρχαν 5 ζευγάρια βοδιών και δεν υπήρχε γεωργός που να είχε το ζευγάρι του, αλλά δύο διέθεταν ανά ένα. Στην παραμικρή παρεξήγηση μεταξύ των συνεταίρων καταντούσε το ζευγάρι άχρηστο. Σε κάποια τέτοια δύσκολη θέση θα βρέθηκε κάποτε ο μακαρίτης ο Τσίρτς ο Θόδωρον, ο μόνος γεωργός του Αληθινού, που είχε ένα μόνο βόδι και είπε: «Καλλίον δύο κάτας, παρά ίναν ασλάν» Και σε μια άλλη όμοια περίπτωση, για να αποτρέψει ή να ματαιώσει τον χωρισμό του ζευγαριού του, είπε στον συνέταιρό του μπροστά σε επιτροπή για τον διακανονισμό της υπόθεσής των την περίφημη δικαιολογία: «Ογλούμ’ αούτο το έναν το βουδ, τ’ ημψόν τ’ εσόν και τ’ ημψόν τ’ εμόν και τ’ άλλο το βουδ πα, τ’ ημψόν τ’ εμόν και ημψόν τ’ εσόν» Κατά την διάρκεια του πολέμου και προ πάντων κατά τη δεύτερη φάση, μετά την οπισθοχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων, επιτακτική ανάγκη επέβαλε την επέκταση της καλλιεργείας σιτηρών, όπως και άλλων ειδών. Η αραίωση του πληθυσμού με την αναχώρηση των περισσοτέρων οικογενειών στη Ρωσία, έθεσε στη διάθεση των εναπομεινάντων μεγαλύτερες εκτάσεις μέσα στο χωριό και ήταν κάπως αποδοτική η γεωργία. Ωστόσο, βόδια ελάχιστα υπήρχαν και μάλιστα λιγότερα της προπολεμικής εποχής. Το όργωμα γινόταν τώρα και με τα ενυπάρχοντα άλογα, όχι κατά ζεύγη, αλλά ανά ένα.
Το «αλέτρ», που ήταν σε χρήση στην Κρώμνη και σε όλον γενικά τον Πόντον, ήταν μια παραλλαγή του Ησιοδείου αρότρου. Αν το συγκρίνουμε με το όμοιόν του της Μακεδονίας, βρίσκουμε ότι στο αλέτρι της Κρώμνης το χερούλι, «χερ», διαπερνούσε κάθετο τον ιστοβοέα (τιμόνι) ή «οκ», κοντά στην εσωτερική οξεία γωνία που σχηματίζει αυτό με το αλετροπόδι «ποδάρ» και στο άνω μέρος του χερουλιού είχε μικρή οριζόντια εξοχή, απ’ όπου έπιανε το αλέτρι ο γεωργός, ενώ εδώ στη Μακεδονία το χερούλι προβάλλει λοξά με αμβλεία γωνία προς τα άνω και προς το χέρι του γεωργού.
Το οκ το ένωναν με το ζυγό χρησιμοποιώντας το «καντρούκ», έναν πέτσινον κρίκο και πάνω στο καντρούφ επετίθετο ένας ξύλινος κρίκος με τα άκρα του ενωμένα μεν, αλλά ελεύθερα, ώστε να ανοίγουν με μικρή πίεση. Έτσι, η άκρη του τιμονιού στριφογύριζε εκεί ελεύθερα.
Με το «κορτσοβέλ», ένα μικρό πασσαλοειδές ξύλο, εκανόνιζαν το βάθος που ήθελαν να χώνεται το υνί, αφού με αυτό μετακινούσαν το καντρούφ (δηλ. μάκραιναν ή μίκραιναν το οκ), βάζοντας το κορτσοβέλ μέσα στις τρύπες που φέρνει το οκ.
Στο αλέτρι της Κρώμνης, εσωτερικά το χερούλι, όπως διαπερνούσε τον ιστοβοέα και ενωνόταν με το αλετροπόδι, εσχημάτιζε το μαχαίρι, «σπαθίν», που έκοβε το χώμα, ενώ στο αλέτρι που γνωρίσαμε εδώ είναι ξεχωριστό το μαχαίρι. Τα ξυλαράκια, που προσαρμόζονται στο αλετροπόδι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτό και ήταν έτσι προσαρμοσμένα, ώστε να σχηματίζουν προς τα έξω αβλεία γωνία και προς τα μέσα οξεία, μικρή δηλ. διαφορά με τα ανάλογα του εδώ αλετριού, που παίρνουν κατεύθυνση λοξή προς το χερούλι. Προορισμός τους, που ελάχιστα επιτυγχάνεται, είναι να αναστρέφουν το χώμα.
Το υνί, «γυνίν», που προσαρμοζόταν στο αλετροπόδι ήταν όμοιο σχεδόν με το υνί του Μακεδόνα γεωργού. Η μύτη του ήταν κοντή και η προσαρμογή του στο αλετροπόδι με αντεστραμμένα τα μάγουλα προς τα άνω. Ο ζυγός δεν παρουσίαζε καμιά διαφορά. Τα «ζευλία»απαραιτήτως ήταν ξύλινα και ουδέποτε σιδερένια, για να είναι δυνατόν σε
περίπτωση κινδύνου να σπάσουν και να ελευθερωθούν τα βόδια από το ζυγό. Τα ζευλία δένονταν από κάτω με τρίχινη χοντρή κλωστή, τα «ζευτήρεα». Η παρότρυνση των βοδιών γινόταν με το «βουκέντρ» από ξύλο φουντουκιάς, που στο άκρον του είχε το «μοτούλ» ένα μυτερό καρφάκι, μπηγμένο στη άκρη του, ώστε να εξέχει περί τα δύο χιλιοστά.
Κατά την άροση, αφού ο γεωργός εσχημάτιζε το πρώτο αυλάκι από τη μια άκρη του χωραφιού ως την άλλη και επέστρεφε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, τη δεύτερη φορά έφθανε στα δύο τρίτα της πρώτης σειράς, την τρίτη φορά ακόμη συντομότερα και κατ’ αυτόν το τρόπο η μια άκρη του χωραφιού οργωνόταν σε αρκετό ύψος στο μισό πλάτος των χωραφιού, ενώ από την άλλη βρισκόταν ακόμη στην πρώτη αυλακιά. Έλεγε ο γεωργός:
«Έσκωσα το κιφάλ τη χωραφή» Κι όταν έπαιρνε έτσι αρκετή κλίση, τότε όργωνε διαγωνίως από τη μια άκρη ως την άλλη, ως ότου έφθανε στην άνω γωνία του χωραφιού. Έπειτα, αντίστροφα, μίκραιναν συνεχώς οι αυλακιές από την άλλη γωνία του χωραφιού, έως ότου τελείωνε όλο το όργωμα.
Στο «δευτέρωμα», Θα «σταύρωνε» το χωράφι, δηλαδή θα «έσκωνε» από την άλλη μεριά το κεφάλι του χωραφιού για την καλύτερη θρυμμάτιση του χώματος. Όχι μόνον το επικλινές του χωραφιού επέβαλε το τοιούτον όργωμα, αλλά και επίστευαν ότι το δεύτερον όργωμα, κάθετον προς το πρώτο, δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό.
Η σπορά γινόταν μόνον στην αρχή της άνοιξης (τριμήνι, σιτάρι και δίστιχο κριθάρι) εκτός από τη γιλαμά, που περιεγράψαμε. Το θέρισμα του κριθαριού άρχιζε το ενωρίτερον από τις 20 Ιουλίου και του σιταριού από τις 7 Αυγούστου. Πάνω στα δώματα, κοντά στ’ αλώνι, σχηματίζονταν σι θημωνιές «θεμόνεα».
Το αλώνι, κυκλικό, με ακτίνα 3,5 έως 4,5 μέτρα, ήταν μέσα στο χωριό και σε κατάλληλη τοποθεσία, «για να πιάσει αγέρας»για το λίχνισμα. Στη μια άκρη του αλωνιού ήταν πάντα ένα υπόστεγο «στούβα » για προστασία των αλωνιζομένων από τη βροχή.
Όταν ερχόταν η σειρά του αλωνίσματος, «κατέστρωναν» το αλώνι και περιφέρονταν τα βόδια ή τα άλογα σέρνοντας «τσουκάνεα», που ήταν από κάτω οπλισμένα με τσακμακόπετρες κοφτερές και με ειδικά μαχαίρια. Η λοιπή διαδικασία γινόταν όπως στα πρωτόγονα αλωνίσματα. Ύστερα από αλώνισμα αρκετής ώρας, ανασήκωναν τα στάχυα και «έκλωθαν» το αλώνι με το «δικράν» και όταν κοβόταν τ’ αλώνι αρκετά το ανέστρεφαν, «έκλωθαν» με το «λεγμετέρ», που είχε τέσσερα δάκτυλα.
Με το «κόψιμο» του αλωνιού γινόταν «κουμουλίασμαν». Συγκέντρωναν σ’ ένα
στενόμακρο σωρό στη μεριά του αλωνιού, απ’ όπου συνήθως φυσούσε, τα αλωνισμένα
στάχυα με το «ρουκάν». (Ιδέ περιγραφή του στο κεφάλαιο: Ασχολίες των κατοίκων)
και σκούπιζαν το αλώνι με τα «τσουχαβέλεα», εγχώριες σκούπες από τσουρανέας ή
άλλα μικρά θαμνώδη φυτά.
Ικανοποιημένοι ως τώρα από την πορεία του αλωνίσματος, περίμεναν το φύσημα του αέρα, «ν’ εβγαίν αέρας», ομαλό και συνεχές ρεύμα, για να αρχίσει το λίχνισμα, «το εβόρισμαν» Ο γεωργός με το λεγμετέρ πετούσε με επιτήδειες κινήσεις προς τα άνω και προς τα μπρος τα αλωνισμένα στάχυα και ο αέρας που συνεχώς φυσούσε έπαιρνε το άχυρο προς την απέναντι άκρη του αλωνιού, ενώ το σιτάρι έπεφτε πάνω στο σωρό. Έτσι, σιγά σιγά μετατοπιζόταν το «τουΐγ» από τη μια άκρη στην άλλη και επανήρχιζε η ίδια εργασία ακατάπαυστα, έως ότου ξεχώριζε όλο το άχυρο, ενώ το σιτάρι, σαν ειδικώς βαρύτερο, ξεκαθάριζε μπροστά στο γεωργό. Μαζί με το σιτάρι όμως, έπεφταν και πετρίτσες, χώμα και τα χοντρά άχυρα «χοντρέας». Τις πετρίτσες και τα χοντρά άχυρα Θα ξεχωρίσουν με τα «αλωνοκόσκινα», μεγάλα κόσκινα με κυκλικό σκελετό από λεπτό σανίδι και το εσωτερικό με έντερα ή λουριά από πετσί, «λοροκόσκινα»
Ένα τελευταίο «εβόρισμα» με ξύλινα φτυάρια καθάριζε το σιτάρι από τυχόν εναπομείναν άχυρο. Κατόπιν ακολουθούσε το κοσκίνισμα του σιταριού με το «χωματοκόσκινον», όμοιο με το προηγούμενο, πολύ μικρότερο και πυκνοπλεγμένο, ώστε να συγκρατεί το σιτάρι, αλλά να διαφύγει το χώμα.
Συνήθως εδώ τελείωνε η όλη διαδικασία του αλωνίσματος και επακολουθούσε η καταμέτρηση του προϊόντος με το «κατ» (πληθ. τα Κορέα) που ήταν ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, ύψους 0,40 μ. περίπου και χωρητικότητος 6 έως 7 1/2 οκάδων σιτηρών, ανάλογα με το είδος και το ειδικόν βάρος των. Στο γέμισμα, το παραπανήσιο σιτάρι έπεφτε με το «σιλετσέκ» (λ.τουρκ.), ένα σανίδι με οριζόντια ευθεία ακμή, που εφέρετο στην επάνω επιφάνεια του «κοτή» Τα δύο Κορέα έκαναν ένα «μουάμ». Το τέταρτον του «κοτή» δηλαδή το 1/8 του «μουαμι», λεγόταν «ρούπ»
Εκτός από το κατ, μέτρον χωρητικότητος ήταν και «χοινίκ» (η χοίνιξ των αρχαίων), γνωστόν στην Κρώμνη, όχι όμως και πολύ εν χρήσει. Ήταν συνήθως σιδερένιο, όμοιο με το κατ, κατά τι μικρότερον. Τέσσερα χοινίκεα έκαναν ένα «κοιλόν», χωρίς να έχει καμιά σχέση με το σημερινό κιλό. Ζύγιζε περίπου 24 οκάδες.
Ικανοποιημένοι ως τώρα από την πορεία του αλωνίσματος, περίμεναν το φύσημα του αέρα, «ν’ εβγαίν αέρας», ομαλό και συνεχές ρεύμα, για να αρχίσει το λίχνισμα, «το εβόρισμαν» Ο γεωργός με το λεγμετέρ πετούσε με επιτήδειες κινήσεις προς τα άνω και προς τα μπρος τα αλωνισμένα στάχυα και ο αέρας που συνεχώς φυσούσε έπαιρνε το άχυρο προς την απέναντι άκρη του αλωνιού, ενώ το σιτάρι έπεφτε πάνω στο σωρό. Έτσι, σιγά σιγά μετατοπιζόταν το «τουΐγ» από τη μια άκρη στην άλλη και επανήρχιζε η ίδια εργασία ακατάπαυστα, έως ότου ξεχώριζε όλο το άχυρο, ενώ το σιτάρι, σαν ειδικώς βαρύτερο, ξεκαθάριζε μπροστά στο γεωργό. Μαζί με το σιτάρι όμως, έπεφταν και πετρίτσες, χώμα και τα χοντρά άχυρα «χοντρέας». Τις πετρίτσες και τα χοντρά άχυρα Θα ξεχωρίσουν με τα «αλωνοκόσκινα», μεγάλα κόσκινα με κυκλικό σκελετό από λεπτό σανίδι και το εσωτερικό με έντερα ή λουριά από πετσί, «λοροκόσκινα»
Ένα τελευταίο «εβόρισμα» με ξύλινα φτυάρια καθάριζε το σιτάρι από τυχόν εναπομείναν άχυρο. Κατόπιν ακολουθούσε το κοσκίνισμα του σιταριού με το «χωματοκόσκινον», όμοιο με το προηγούμενο, πολύ μικρότερο και πυκνοπλεγμένο, ώστε να συγκρατεί το σιτάρι, αλλά να διαφύγει το χώμα.
Συνήθως εδώ τελείωνε η όλη διαδικασία του αλωνίσματος και επακολουθούσε η καταμέτρηση του προϊόντος με το «κατ» (πληθ. τα Κορέα) που ήταν ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, ύψους 0,40 μ. περίπου και χωρητικότητος 6 έως 7 1/2 οκάδων σιτηρών, ανάλογα με το είδος και το ειδικόν βάρος των. Στο γέμισμα, το παραπανήσιο σιτάρι έπεφτε με το «σιλετσέκ» (λ.τουρκ.), ένα σανίδι με οριζόντια ευθεία ακμή, που εφέρετο στην επάνω επιφάνεια του «κοτή» Τα δύο Κορέα έκαναν ένα «μουάμ». Το τέταρτον του «κοτή» δηλαδή το 1/8 του «μουαμι», λεγόταν «ρούπ»
Εκτός από το κατ, μέτρον χωρητικότητος ήταν και «χοινίκ» (η χοίνιξ των αρχαίων), γνωστόν στην Κρώμνη, όχι όμως και πολύ εν χρήσει. Ήταν συνήθως σιδερένιο, όμοιο με το κατ, κατά τι μικρότερον. Τέσσερα χοινίκεα έκαναν ένα «κοιλόν», χωρίς να έχει καμιά σχέση με το σημερινό κιλό. Ζύγιζε περίπου 24 οκάδες.
Με την καταμέτρηση
γινόταν και το «σακκίασμαν»,δηλαδή το γέμισμα στα σακκιά. Πολλές φορές, εκεί
στ’ αλώνι, ύστερα από το κοσκίνισμα γινόταν και το «τεπούρισμαν»με το «τεπούρ»
και ήταν το τεπούρ μια αβαθεστάτη ξύλινη κυκλική λεκάνη, μέσα στην οποία έβαζε
η νοικοκυρά μια μικρή ποσότητα σιταριού, την έπιανε με τα δυό τα χέρια από
σημεία της περιφερείας που έκειντο πάνω σε διάμετρο, την έφερνε ελαφρά προς το
δεξιό της πλευρό και κατόπιν τινάζοντάς την ελαφρά προς τα άνω, με επιτήδειες
ρυθμικές κινήσεις, επετύγχανε την προς τα έξω προώθηση του σιταριού σαν
ελαφρότερο που είναι. Έτσι όλο το σιτάρι περνούσε από το τεπούρ και σιγά σιγά
έπεφτε πάνω στο απλωμένο κιλίμι, «χρεάμ», ολοκάθαρο και οι πέτρες από το τεπούρ
συγκεντρώνονταν μέσα σ’ ένα δοχείο, γιατί περιείχαν λίγο σιτάρι που είναι το
καλύτερο με το μεγαλύτερο ειδικόν βάρος. Σε κάποια ευκαιρία η νοικοκυρά θα
ξεχωρίσει το σιτάρι αυτό και θα το προορίσει «τιμής ένεκεν» για τα κόλλυβα του
Ψυχοσάββατου. Μετά τη μεταφορά του σιταριού στο σπίτι ακολουθούσε και η
μεταφορά του αχύρου που το έβαζαν σε μιαν άκρη της αχυρώνας, «αχερόν».
Λίγα τα χωράφια που καλλιεργούσαν, μικρή η παραγομένη ποσότητα σε σιτάρι και άχυρο.
Λίγα τα χωράφια που καλλιεργούσαν, μικρή η παραγομένη ποσότητα σε σιτάρι και άχυρο.
Αυτή ήταν όλη η γεωργία της Κρώμνης στα χρόνια που αφορά η περιγραφή μας. Για την κάλυψη των αναγκών σε σιτάρι, οι Κρωμναίοι το αγόραζαν από παραγωγούς Τούρκους, που το έφερναν από τα «Κοασοχώρεα»ή από την «Οβάν»(κάμπο). Και το σιτάρι αυτό οι καλές νοικοκυρές το κοσκίνιζαν και το τεπούριζαν, αν το προόριζαν για κορκότα και πληγούρεα και το έπλυναν, αν το προόριζαν για ψωμί.
ΖΩΑ
Λίγα ήταν τα άγρια
ζώα, που απαντούσαν στην περιοχή της Κρώμνης. Και τέτοια ήταν:
1ον. «Λαγός».Απαντούσε παντού, στα βουνά, στις χαράδρες, στους αγρούς και γύρω ακόμη από τις συνοικίες. Το κυνήγι του ήταν πολύ διαδεδομένο. Ποτέ όμως δε γινόταν με τη βοήθεια λαγωνικών, αλλά μόνον με την ανίχνευση των χναριών πάνω στο χιόνι.
2ον.«αλεπού»Είχε την κρυψώνα
της σε στενές τρύπες στη ρίζα βράχων. Επέφερνε καταστροφή κυρίως στις κότες. Το
κυνήγι της σπανίως γινόταν την ημέρα, εκτός αν τυχαίως πρόβαλε μπροστά στον
κυνηγό.Και το σύστημα των παγίδων εγκατελείφθηκε και επεδίωκαν τη συλληψή της
(αφού ψοφούσε) με χάπια δηλητηριώδη, που περιείχαν στρυχνίνη. Τα χάπια αυτά,
που απ’ έξω είχαν λίπος, τα έριχνε ο κυνηγός το βράδυ σε μέρη, όπου είχε την
υπόνοια ότι περνά αλεπού.
3ον.«Ζεπίρα».Είναι το κουνάβι, η ικτή. Αν η αλεπού φημίζεται για την πονηριά της, το κουνάβι την ξεπερνά στην καχυποψία. Γι’ αυτό και το κυνήγι της είναι δυσκολότατο. Πολλές φορές έπεφτε και αυτή θύμα όπως και η αλεπού, από τα χάπια της στρυχνίνης, πολλές όμως άλλες φορές τα απέφευγε κατά τρόπον ειρωνευτικόν για τον κυνηγό. Κυρίως όμως ο κυνηγός της έστηνε καρτέρι από κανένα εγκαταλελειμμένο κτίριο στην άκρη του χωριού, αφού επί πολλές βραδιές την ξεγελούσε με δέλεαρ που τακτικά έριχνε. Αφού τη συνήθιζε έτσι να πάρει το μεζέ της, ένα αποφασιστικά από ένα μικρό άνοιγμα, φύλαγε καρτερικά επί δύο και τρεις ώρες ο κυνηγός, ως ότου την επετύγχανε να πλησιάζει στο δόλωμα. Και τότε την πυροβολούσε. Ήταν περιζήτητο το δέρμα της, γιατί είχε τριπλασία και τετραπλασία τιμή από αυτό της αλεπούς.
4ον. «Πορσούφ»Είναι ο ασβός. Πολύ λίγο απαντούσε. Είχε τη φωλιά του στις σπηλιές, χαμηλά στη βάση των βράχων. Απαραιτήτως έπρεπε να έχει πολλά χωρίσματα και δύο εξόδους κατ’ αντίθετη κατεύθυνση, ώστε σε περίπτωση κινδύνου να επιτύχει την διαφυγή. Για την καθαριότητα που διατηρούσε στο διαμέρισμά του θα τον ζήλευε και η πιο καθαρή νοικοκυρά. Στον βαρύ χειμώνα, επί έναν ως δυο μήνες, περιέπιπτε σε νάρκη. Επρόδιδε την παρουσία του στη φωλιά του με τα περιττώματά του και στα χωράφια με το σκάψιμο που άφηνε, γιατί κυρίως τρέφεται με ρίζες. Δεν τον κυνηγούσαν, γιατί κανένα θετικό κέρδος δεν άφηνε.
5ον.Νυφίτσα» Υπήρχαν πολλές, αλλά κανείς δεν επεδιδότανε στο κυνήγι της, γι’ αυτό ξεθάρρευε και έκανε την παρουσία της και μέσα
στις ενορίες.
8ον.Λύκος»
Στην περιοχή της
Κρώμνης δεν ζούσαν πολλοί λύκοι και όσοι έκαναν την εμφάνισή τους
προκαλούσαν μικρές ζημίες, γιατί γύρω στο χωριό δεν έβρισκαν που να
καταφύγουν. Έρχονταν από μακριά και δεν είχαν την τόλμη να επιτίθενται
και να προκαλούν ζημίες. Σπανίως άρπαζαν κανένα ζώο, μικρό ή και μεγάλο.
9ον.Αρκος» Είναι η αρκούδα που σπάνια έκανε την εμφάνισή της. Θα ήταν τότε περαστική ή για να αποφύγει τους κυνηγούς ή για να βρει καλύτερους όρους διατροφής. Στην Κρώμνην αποκλείεται να ζούσε ως ενδημικόν ζώον.
10ον.Αγραίγιδα». Είναι οι αγριόγιδες. Προ του 1900 απαντούσαν πολλές στα Αεοστάρ, στον Σπέλεν, στο Τεβέ-Μποΐ, στο Καρά- Τας και σε άλλα μέρη. Με την γενίκευση της κατοχής, όχι μόνον από τους κυνηγούς, αλλά και από όλους τους άνδρες των πυροβόλων όπλων επεδεκατίσθησαν και ακολούθως απομακρύνθηκαν από την περιοχή της Κρώμνης. Αγραίγιδα βλέπαμε στο δάσος της Λαραχανής, όπου απαντούσαν πολλά. Στο δάσος αυτό πολλές φορές τυχαίναμε και ζαρκάδια, μεγαλόσωμα με ωραίον τρίχωμα και πολύ εντυπωσιακά.
ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Από όσα εξεθέσαμε
για τα φυτά και τα ζώα, εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η παραγωγή προϊόντων
και των δύο ειδών (φυτικών και ζωικών) ούτε τις ατομικές ανάγκες μπορούσε να
ικανοποιήσει, εκτός από τα κτηνοτροφικά προϊόντα που πέραν από την κάλυψη των
ατομικών αναγκών έδιναν δυνατότητα και εξαγωγής.
Οι αγελάδες της Κρώμνης ήταν ονομαστές και για την ποσότητα και την ποιότητα του γάλακτος που απέδιδαν. Ετρέφοντο αποκλειστικώς μόνον με χόρτο και ουδέποτε με άχυρο. Κι όταν παίρνουμε υπ’ όψη ότι παντού τα χόρτα ήταν ανάμικτα με το άφθονο λουλούδι καταλαβαίνουμε γιατί το γάλα ήταν άφθονο και ποιοτικώς άριστο. Το χόρτο συντελούσε στην άφθονη γαλακτοπαραγωγή και το λουλούδι στο να αποκτήσει το γάλα άρωμα και το βούτυρο εκτός από το άρωμα και κίτρινο χρώμα. Παντού εφημίζετο το βούτυρο της Κρώμνης και η ζήτησή του ήταν μεγάλη. Κατά δύο γρόσια (Κατά το 1/4) ακριβότερη ήταν η τιμή του από το βούτυρο των άλλων περιφερειών. Λέγεται πως κάποια εποχή το παλάτι των Σουλτάνων προμηθευόταν το βούτυρο από την Κρώμνην.
Οι αγελάδες της Κρώμνης ήταν ονομαστές και για την ποσότητα και την ποιότητα του γάλακτος που απέδιδαν. Ετρέφοντο αποκλειστικώς μόνον με χόρτο και ουδέποτε με άχυρο. Κι όταν παίρνουμε υπ’ όψη ότι παντού τα χόρτα ήταν ανάμικτα με το άφθονο λουλούδι καταλαβαίνουμε γιατί το γάλα ήταν άφθονο και ποιοτικώς άριστο. Το χόρτο συντελούσε στην άφθονη γαλακτοπαραγωγή και το λουλούδι στο να αποκτήσει το γάλα άρωμα και το βούτυρο εκτός από το άρωμα και κίτρινο χρώμα. Παντού εφημίζετο το βούτυρο της Κρώμνης και η ζήτησή του ήταν μεγάλη. Κατά δύο γρόσια (Κατά το 1/4) ακριβότερη ήταν η τιμή του από το βούτυρο των άλλων περιφερειών. Λέγεται πως κάποια εποχή το παλάτι των Σουλτάνων προμηθευόταν το βούτυρο από την Κρώμνην.
Άλλο προϊόν ήταν το «πασκιτάν», το στραγγισμένο υπόλοιπον της γιαούρτης μετά
την αφαίρεση του βουτύρου. «Τυρί» Αν και ήταν δυνατό να είναι ξακουστό,
απέφευγαν να παρασκευάζουν, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων και αντ’ αυτού έκαναν
ταικαίμάκς» που τα ‘λεγαν και «κοιλίδεςτ» από το «υλισμένον ξύγαλαν»
στραγγισμένο γιαούρτι. Ήταν περιζήτητα στη αγορά της Τραπεζούντας.
Το μαλλί μόλις επαρκούσε για τις
ατομικές ανάγκες, γιατί στην Κρώμνη, στρώματα, παπλώματα, «ορτάρια» (μάλλινες
κάλτσες), «βό - θες»(κοντές μάλλινες κάλτσες), φανέλες, εσώβρακα, πουλόβερ,
ακόμη και σακάκια, όλα κατασκευάζονταν από το εγχώριο μαλλί. Ακόμη και νήματα
και κιλίμια. Από τις τρίχες της γίδας κατασκευαζόταν είδος κιλιμιού που το
λέγαμε «χριάμ», έπειτα σχοινιά, «τιζλικ» δηλαδή τρίχινες κάλτσες που τα έβαζαν
πάνω από τα ορτάρια το χειμώνα, για να προστατεύσουν τα πόδια από τα χιόνια.
Και από το «τιφτίκ» κατεσκεύαζαν τρυφερότατα γάντια και κάλτσες για τα μικρά
παιδάκια. Τα γάντια γενικά τα λέγαμε «xερότ (από το χέρι).
ΚΛΙΜΑ
Απ’ όσα ως τώρα
εξεθέσαμε για το υψόμετρον του τόπου, την εδαφολογική διαμόρφωση, την
ορεογραφία και υδατογραφία, τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και άλλους παράγοντας,
συντελεστές του κλίματος, συνάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως το κλίμα της
Κρώμνης είναι κλίμα ιδεώδες, που δύσκολα μπορεί κανείς να συναντήσει σε άλλα
μέρη. Αν εξαιρέσουμε λίγες μέρες του έτους που επικρατεί σχετική υγρασία, αρχές
άνοιξης και φθινοπώρου, καθ’ όλην την άλλην περίοδο του έτους επικρατεί ξηρασία
ευεργετική. Το καλοκαίρι χωρίς ζέστες μεγάλες και ο χειμώνας χωρίς τα δυνατά
κρύα που παραλύουν. Ηλιοφάνεια μεγάλη, με καταγάλανον ουρανό, τον χειμώνα
μάλιστα με τέτοια ανταύγεια γαλάζιου χρώματος, που μένει κανείς έκθαμβος
αντικρίζοντάς το. Άνεμοι μυρωμένοι από τα αρώματα μυριάδων λουλουδιών,
κατασπαρμένων σε κάθε έκταση, καθιστούν την ατμόσφαιρα εξαιρετικά ευχάριστη,
που δεν χορταίνεται ποτέ. Κρύα, διαυγέστατα και εύγευστα νερά αναβλύζουν από
άφθονες πηγές, που σβήνουν ευχάριστα τη δίψα κάθε διψασμένου. Τα νερά αυτά
ποικίλουν και τα μεταλλικά νερά του Σαράντων και προ πάντων «τ’ Aψιν νερόν»των
Λειβαδιών είναι μια από τις πιο ξακουσμένες πηγές μεταλλικών νερών όλου του
κόσμου. Πέραν απ’ όλα αυτά τα χαρίσματα, που καθιστούν ιδανικόν Θέρετρον έναν
τόπον, η Κρώμνη έχει κι άλλο πολύ σπουδαίο χάρισμα, δηλαδή την παντελή απουσία
κουνουπιών, σκνιπών και κορεών. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα αρωματισμένα
γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, ξύγαλα, βούτυρο, πασκιτάν, καϊμάκια), που ήταν
πολύ φημισμένα, εύκολα βγάζουμε το συμπέρασμα πόσο υπέροχο είναι το κλίμα της
Κρώμνης, που λίγοι άλλοι τόποι μπορούν να την συναγωνίζονται. Γι’ αυτό η Κρώμνη
έγινε το καλύτερο θέρετρο των Τραπεζουντίων, παρά τη δυσκολία που παρουσίαζε η
συγκοινωνία. Και όχι μόνον από την Τραπεζούντα κατέφθαναν κάθε καλοκαίρι
παραθεριστές, αλλά και από άλλα μέρη του Πόντου, τον Καύκασο, ακόμη και από την
Κωνσταντινούπολη.
Πολλές φορές και βοηθητικούς χώρους ασβέστωναν και τακτοποιούσαν προς κατοικίαν, για να ενοικιάσουν τα σπίτια σε παραθεριστές.
Το 1910 και 1911 παραθέριζε στην Κρώμνη ένας Τούρκος από την Κωνσταντινούπολη, κύριος ευγενέστατος και μορφωμένος. Είχε άρρωστη γυναίκα, χάρι της οποίας πολλές χρονιές παραθέριζε στην Ελβετία και τις δυο αυτές χρονιές τον εσύστησαν οι γιατροί για παραθερισμό την Κρώμνη. Ήταν τόσο κατενθουσιασμένος από το κλίμα και γενικά από όλον το περιβάλλον της Κρώμνης, ανέφερε στον πατέρα μου για την υπεροχή της και έναντι και αυτών των Ελβετικών τοπίων και από απόψεως υγιεινής και από απόψεως πλούτου λουλουδιών και ακόμη και από απόψεως ομορφιάς.
Στο υπέροχο αυτό κλίμα έρχονταν σε αντίθεση τα παλιά σπίτια του τόπου, που ομολογουμένως ήταν ανθυγιεινά. Εστερούντο επαρκούς φωτισμού και αερισμού, λόγω της κατασκευής των, που απέβλεπε πρώτα στο να τα καθιστά όσον το δυνατόν πιο ζεστά το χειμώνα και δεύτερον πιο απρόσβλητα από κακοποιά στοιχεία. Πάντως, μετά το 1900 κτίστηκαν σπίτια, που ανταποκρίνονταν στους όρους της υγιεινής και της αισθητικής.
Πολλές φορές και βοηθητικούς χώρους ασβέστωναν και τακτοποιούσαν προς κατοικίαν, για να ενοικιάσουν τα σπίτια σε παραθεριστές.
Το 1910 και 1911 παραθέριζε στην Κρώμνη ένας Τούρκος από την Κωνσταντινούπολη, κύριος ευγενέστατος και μορφωμένος. Είχε άρρωστη γυναίκα, χάρι της οποίας πολλές χρονιές παραθέριζε στην Ελβετία και τις δυο αυτές χρονιές τον εσύστησαν οι γιατροί για παραθερισμό την Κρώμνη. Ήταν τόσο κατενθουσιασμένος από το κλίμα και γενικά από όλον το περιβάλλον της Κρώμνης, ανέφερε στον πατέρα μου για την υπεροχή της και έναντι και αυτών των Ελβετικών τοπίων και από απόψεως υγιεινής και από απόψεως πλούτου λουλουδιών και ακόμη και από απόψεως ομορφιάς.
Στο υπέροχο αυτό κλίμα έρχονταν σε αντίθεση τα παλιά σπίτια του τόπου, που ομολογουμένως ήταν ανθυγιεινά. Εστερούντο επαρκούς φωτισμού και αερισμού, λόγω της κατασκευής των, που απέβλεπε πρώτα στο να τα καθιστά όσον το δυνατόν πιο ζεστά το χειμώνα και δεύτερον πιο απρόσβλητα από κακοποιά στοιχεία. Πάντως, μετά το 1900 κτίστηκαν σπίτια, που ανταποκρίνονταν στους όρους της υγιεινής και της αισθητικής.
Πίστη και πεποίθηση για το κλίμα της Κρώμνης.
Οι Κρωμναίοι είχαν επίγνωση του υπέροχου κλίματος της πατρίδος των και δίκαια υπερηφανεύονταν γι’ αυτό, αλλά και όλοι οι άλλοι Πόντιοι και κυρίως όσοι κατοικούσαν στην Τραπεζούντα θεωρούσαν το κλίμα της Κρώμνης ιδανικώς υγιεινό για κείνον, που έπασχε από χρονία ασθένεια και προ πάντων από φυματίωση και χωρίς ενδοιασμό, χωρίς άλλη σκέψη συνιστούσαν «να πάει να παραθερίζει στη Κρώμνη» για να προλάβει το κακό ή και να θεραπευθεί. Όταν ο Φιλοποίμην Στεφανίδης, γύρω στα 1890, μαθητής τότε του Φροντιστηρίου,θέλησε, παρά τους κανονισμούς, να δώσει εξετάσεις για δύο τάξεις ταυτόχρονα, για να κερδίσει έναν χρόνο και μη βρίσκοντας κατανόηση από καμιά άλλη εκπαιδευτική αρχή, κατέφυγε στον Μητροπολίτη, τον ανώτατο άρχοντα της Τραπεζούντας πάνω στους υπόδουλους Έλληνας. Ο αγαθός εκείνος Δεσπότης, σαν τον είδε λίγο αδύνατο από την μελέτη του, είπε αυτά τα λόγια: «Αντί να παραβιάζεις κανονισμούς και επιδιώκεις παράνομες εξετάσεις, να πας να παραθερίζεις στην Κρώμνη, να φέρεις χρώμα και ύστερα βλέπουμε»
Μόνον η Κρώμνη εκείνη την εποχή είχε
το προνόμιον να φημίζεται πως είχε το καλύτερο κλίμα. Και πόσον βαθειά ήταν η
πεποίθηση των Κρωμναίων για το ότι μόνον το κλίμα της πατρίδος των μπορούσε να
γιάνει κάθε άρρωστο, που πάσχει από φυματίωση, καταφαίνεται από το ποίημα της
Κατίγκως Καλευρας, Κρωμναίας, που είχε την ατυχία να δοκιμάσει τον σκληρό πόνο
μάνας από την αγιάτρευτη αρρώστια μιας κόρης της, που αναγκάστηκε πάει στο
Ασβεστοχώρι. Η πονεμένη μάνα, που πίστευε πως, αν ήταν δυνατό να έστελνε το
σπλάχνο της στην Κρώμνη, θα γιατρευόταν και μπρος στην αδυσώπητη Μοίρα του μη
δυνατού της πραγματοποιήσεως του πόθου της, για να παρηγορεί τον εαυτό της και
να δώσει διέξοδο στην τρικυμιώδη αγωνία της ψυχής της, με την δύναμη της
ποιητικής φαντασίας, πλάθει το όνειρον της αποστολής της πονεμένης κόρης της
στην Κρώμνη, για να βρει εκεί θεραπεία.
ΠΑΡΧΑΡΙΑ
Τα παρχάρια (Ποντιακή προφορά: παρχάρια) κείνται στην περιοχή της Κρώμνης που στεφανώνεται
από Νότο με το Κουλάτ ως τον Αεν-Ζαχαρέα, από Ανατολή με τον
δρόμο προς την Παναγία Σουμελά ως τα Καμμένα και από Βορρά με τις
υψηλές κορυφές του Κασκαμάτς και πέραν από το Αψιν νερό έως του Μαρζαλάκ,
για να σχηματίσουν χωνοειδή λεκάνην, μια κοιλάδα καταπράσινη που αποτελεί
απέραντους βοσκότοπους. Και πρώτα, κατεβαίνοντας από τον Αεν-Ζαχαρέα προς τη
Λαραχανή, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων κείνται τα Αλεπογιαννέσσ .
Ιδιαίτερο Παρχάρι της ενορίας Φραγκάντων. Προ του 1900, τα παρχάρια αυτά
παρουσίαζαν ζωή και κίνηση εντυπωσιακή, μετά το 1910 όμως έμειναν έρημα και οι
καλύβες έγιναν ερείπια.
Σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τα Αλεπογιανέσσεα είναι τα ονομαστά λειβαδία που τα λέγαμε και Αλβεαδία. Ήταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών και για το άφθονο χόρτο τους, τα άφθονα νερά, ανάμεσα στα οποία είναι και το περίφημον Αψι’ν νερόν, αλλά και τη μαγευτική τους θέα. Ακόμη και τα Καλύβεα ξεχώριζαν από τα καλύβ όλων των άλλων παρχαριών, γιατί μόνον εδώ ήταν σκεπασμένα με συστηματικές αψίδες, «κεμέρεα» από ελαφρόπετρα.
Ανηφορίζοντας προς Ανατολάς κοντά στο δρόμο προς τα Καμμένα κείται το Μετζϊτ, το παρχάρ με το μεγαλύτερον υψόμετρον. Στο Παρχάρ αυτό μέχρι του 1900 «επαρχαρεύκουτον»η Μόχωρα. Αργότερα όμως, όταν έπαυσαν οι Μοχωραίοι να βγαίνουν στο παρχάρ, επαρχαρεύκουσαν εκείνοι που πήγαιναν στα Λειβαδία, που στην αρχή, στους πρώτους μήνες Μάιον και Ιούνιον αλλά και τον Σεπτέμβριον που τελείωνε η περίοδος του Παρχαρίου και κατέβαιναν στο χωριό, επαρχαρεύκουσαν αυτού. Όμως τον Ιούλιον και Αύγουστον, πιο ζεστούς μήνες, ανέβαιναν στο Μετζίτ, που ήταν δροσερότερο. Η Μόχωρα, ύστερα από το 1905, οριστικά δεν έστελνε «παρχαρέτς» γιατί η περιοχή του χωριού επαρκούσε πλήρως να καλύψει τις ανάγκες για παρχάρι. Βοσκότοπος απέραντος και νερά αφθονότατα. «Παρχαρομάνα» την αποκαλούσαν την Μόχωρα με τα νερά τα κρύα. Στην Λαραχανή, την «Παρχαρέτσαν»την έλεγαν με τη ρομαντική λέξη «Ρωμάνα» Και τραγουδούσε ο ερωτευμένος Ματσουκάτες το ποιητικότατον δίστιχο:
«Η κόρ επήεν σον Παρχάρ να γίνεται ρωμάνα,
και για τ’ ατέν θα γίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνεα»
Προς βορράν από τα Λειβαδία και κοντά στους πρόποδες του Κασκαμάτς ήταν το Μαντακέν, επίσης έρημο από το 1914. Ήταν παρχάρι της Γλούβαινας. Δυτικά από τα Λειβαδία και κοντά στο δρόμο προς το Σταυρίν και τα Λωρία είναι το Σοανορύμ, παρχάρ του Νανάκ και Λωρία.
Η εγκατάσταση στα παρχάρια γινόταν πανηγυρικά και την διεύθυνση την είχαν οι παρχαρέτ (ενικός η παρχαρέτσα) ή ρωμάνες. Κάθε παρχαρέτσα είχε υπό την μέριμνάν της τις αγελάδες πέντε έως επτά οικογενειών, δηλαδή δέκα πέντε έως είκοσι αγελάδες, τις οποίες εξεμεταλλεύετο ως κτήμα της με την υποχρέωση να παραδώσει στο τέλος της εποχής στην νοικοκυρά, της οποίας είχε τις αγελάδες, πέντε ή έξι οκάδες βούτυρο και πέντε ως εξ πατουμάνεα (1 πατουμάν =6 οκάδες) πασκιτάν από κάθε αγελάδα. Η συμφωνία αυτή λεγόταν κιασίμ.
Οι αγελάδες έβοσκαν γύρω από τα καλύβ ή και σε λίγο μακρυνά χορτοβόλα μέρη, όπου το χόρτο ήταν αφθονότατο και υψηλό μέχρι ένα μέτρο. Είχαν τον τσοπάνη τους, που είχε γερά μαντρόσκυλα.
Δύο φορές την ημέρα, πρώί και βράδυ τις άρμεγαν τις αγελάδες. Τον Ιούνιο μάλιστα, όταν το γάλα είναι πολύ άφθονο και οι αγελάδες υποφέρναν από το πολύ γέμισμα των μασταριών, άρμεγαν και το μεσημέρι. Το άρμεγμα αυτό το έλεγαν πριάνάρ. Και το άρμεγμα το πρώί και το βράδυ ο τσοπάνης οδηγούσε τις γελάδες σε καθορισμένον μέρος κοντά στα καλυβια, για το πριάναρ όμως πήγαιναν οι γυναίκες με το αλμεχτερ σε καθορισμένον μέρος της περιοχής που όριζε από το πρωί ο τσοπάνης. Τα σύνεργα μιας παρχαρέτσας ήταν «το αλμεχτέρ» «τω χαλκοπούλ» «το χαλκύν». «το υλιστερύξνλον» «τω νλιστέρ «Το κοβλάκ» «τα βαρέλια «το ξυλαγγ» και «τω καράαν». Το γάλα κάθε μέρα έπρεπε να βράσει και να το πήξουν ξύγαλαν. Και κάθε δυο το πολύ μέρες «εδρουβάνιζαν» για να πάρουν το βούτυρο. Το υπόλοιπον «ταν» το έβαζαν να πάρει μόλις μια βράση, «το ετσοκάρευαν», το έχυναν σε τρίχινα σακκιά για να στραγγίσει και να κάνουν το «πασκιτάν», το έλεγαν «σουράτ» και εθεωρείτο φάρμακον για την πιτυρίδα. Το υγρό που άφηνε το «υλιστόν» ως την ημέρα που θα στράγγιζε καλά την τόνωση και περιποίηση του τριχωτού της κεφαλής.
Σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από τα Αλεπογιανέσσεα είναι τα ονομαστά λειβαδία που τα λέγαμε και Αλβεαδία. Ήταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών και για το άφθονο χόρτο τους, τα άφθονα νερά, ανάμεσα στα οποία είναι και το περίφημον Αψι’ν νερόν, αλλά και τη μαγευτική τους θέα. Ακόμη και τα Καλύβεα ξεχώριζαν από τα καλύβ όλων των άλλων παρχαριών, γιατί μόνον εδώ ήταν σκεπασμένα με συστηματικές αψίδες, «κεμέρεα» από ελαφρόπετρα.
Ανηφορίζοντας προς Ανατολάς κοντά στο δρόμο προς τα Καμμένα κείται το Μετζϊτ, το παρχάρ με το μεγαλύτερον υψόμετρον. Στο Παρχάρ αυτό μέχρι του 1900 «επαρχαρεύκουτον»η Μόχωρα. Αργότερα όμως, όταν έπαυσαν οι Μοχωραίοι να βγαίνουν στο παρχάρ, επαρχαρεύκουσαν εκείνοι που πήγαιναν στα Λειβαδία, που στην αρχή, στους πρώτους μήνες Μάιον και Ιούνιον αλλά και τον Σεπτέμβριον που τελείωνε η περίοδος του Παρχαρίου και κατέβαιναν στο χωριό, επαρχαρεύκουσαν αυτού. Όμως τον Ιούλιον και Αύγουστον, πιο ζεστούς μήνες, ανέβαιναν στο Μετζίτ, που ήταν δροσερότερο. Η Μόχωρα, ύστερα από το 1905, οριστικά δεν έστελνε «παρχαρέτς» γιατί η περιοχή του χωριού επαρκούσε πλήρως να καλύψει τις ανάγκες για παρχάρι. Βοσκότοπος απέραντος και νερά αφθονότατα. «Παρχαρομάνα» την αποκαλούσαν την Μόχωρα με τα νερά τα κρύα. Στην Λαραχανή, την «Παρχαρέτσαν»την έλεγαν με τη ρομαντική λέξη «Ρωμάνα» Και τραγουδούσε ο ερωτευμένος Ματσουκάτες το ποιητικότατον δίστιχο:
«Η κόρ επήεν σον Παρχάρ να γίνεται ρωμάνα,
και για τ’ ατέν θα γίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνεα»
Προς βορράν από τα Λειβαδία και κοντά στους πρόποδες του Κασκαμάτς ήταν το Μαντακέν, επίσης έρημο από το 1914. Ήταν παρχάρι της Γλούβαινας. Δυτικά από τα Λειβαδία και κοντά στο δρόμο προς το Σταυρίν και τα Λωρία είναι το Σοανορύμ, παρχάρ του Νανάκ και Λωρία.
Η εγκατάσταση στα παρχάρια γινόταν πανηγυρικά και την διεύθυνση την είχαν οι παρχαρέτ (ενικός η παρχαρέτσα) ή ρωμάνες. Κάθε παρχαρέτσα είχε υπό την μέριμνάν της τις αγελάδες πέντε έως επτά οικογενειών, δηλαδή δέκα πέντε έως είκοσι αγελάδες, τις οποίες εξεμεταλλεύετο ως κτήμα της με την υποχρέωση να παραδώσει στο τέλος της εποχής στην νοικοκυρά, της οποίας είχε τις αγελάδες, πέντε ή έξι οκάδες βούτυρο και πέντε ως εξ πατουμάνεα (1 πατουμάν =6 οκάδες) πασκιτάν από κάθε αγελάδα. Η συμφωνία αυτή λεγόταν κιασίμ.
Οι αγελάδες έβοσκαν γύρω από τα καλύβ ή και σε λίγο μακρυνά χορτοβόλα μέρη, όπου το χόρτο ήταν αφθονότατο και υψηλό μέχρι ένα μέτρο. Είχαν τον τσοπάνη τους, που είχε γερά μαντρόσκυλα.
Δύο φορές την ημέρα, πρώί και βράδυ τις άρμεγαν τις αγελάδες. Τον Ιούνιο μάλιστα, όταν το γάλα είναι πολύ άφθονο και οι αγελάδες υποφέρναν από το πολύ γέμισμα των μασταριών, άρμεγαν και το μεσημέρι. Το άρμεγμα αυτό το έλεγαν πριάνάρ. Και το άρμεγμα το πρώί και το βράδυ ο τσοπάνης οδηγούσε τις γελάδες σε καθορισμένον μέρος κοντά στα καλυβια, για το πριάναρ όμως πήγαιναν οι γυναίκες με το αλμεχτερ σε καθορισμένον μέρος της περιοχής που όριζε από το πρωί ο τσοπάνης. Τα σύνεργα μιας παρχαρέτσας ήταν «το αλμεχτέρ» «τω χαλκοπούλ» «το χαλκύν». «το υλιστερύξνλον» «τω νλιστέρ «Το κοβλάκ» «τα βαρέλια «το ξυλαγγ» και «τω καράαν». Το γάλα κάθε μέρα έπρεπε να βράσει και να το πήξουν ξύγαλαν. Και κάθε δυο το πολύ μέρες «εδρουβάνιζαν» για να πάρουν το βούτυρο. Το υπόλοιπον «ταν» το έβαζαν να πάρει μόλις μια βράση, «το ετσοκάρευαν», το έχυναν σε τρίχινα σακκιά για να στραγγίσει και να κάνουν το «πασκιτάν», το έλεγαν «σουράτ» και εθεωρείτο φάρμακον για την πιτυρίδα. Το υγρό που άφηνε το «υλιστόν» ως την ημέρα που θα στράγγιζε καλά την τόνωση και περιποίηση του τριχωτού της κεφαλής.
Τα Λειβαδία ήταν
πάνω στον δρόμο, που έφερνε από Τραπεζούντα στο χωριό, γι’ αυτό οι
παρχαρέτ τακτικά περίμεναν τους αγωγιάτες και τα «κέτσεα» από την
Τραπεζούντα ή και προς την Τραπεζούντα, μάθαιναν τα νέα και από τις δυο πλευρές
και προσέφερναν στους κουρασμενους οδοιπόρους ταν, ξύγαλαν και καμιά φορά και
πλούσιο καΪμάκι.
Στις αίθριες ημέρες, η ζωή στα παρχάρια ήταν ευχάριστη και για επισκεπτες ιδανική, ρομαντική μέσα σε απέραντο πράσινο και λαμπυρίζοντα ήλιο. Όταν όμως έβρεχε και έπεφτε πυχνή ομίχλη είχε τις ταλαιπωρίες της.
Εκτός από τις αγελάδες στον παρχάρ βοσκούσαν και τα στείρα πρόβατα και τ’ αρνιά, ενώ τα γαλάρια έμεναν στο χωριό, για να έχουν οι νοικοκυραίοι το καθημερινό τους γάλα και για τον εαυτό τους και για τους παραθεριστές.
Στις αίθριες ημέρες, η ζωή στα παρχάρια ήταν ευχάριστη και για επισκεπτες ιδανική, ρομαντική μέσα σε απέραντο πράσινο και λαμπυρίζοντα ήλιο. Όταν όμως έβρεχε και έπεφτε πυχνή ομίχλη είχε τις ταλαιπωρίες της.
Εκτός από τις αγελάδες στον παρχάρ βοσκούσαν και τα στείρα πρόβατα και τ’ αρνιά, ενώ τα γαλάρια έμεναν στο χωριό, για να έχουν οι νοικοκυραίοι το καθημερινό τους γάλα και για τον εαυτό τους και για τους παραθεριστές.
Οι παρχαρέτ ήταν γυναίκες, γενναίες και ρωμαλέες και πολλές φορές έρχονταν σε
σύγκρουση με ληστές ή και με Τούρκους Ρεΐζ (τσελιγκάδες) και
αντεπεξέρχονταν νικηφόρως, ως ότου έσπευδαν σε βοήθεια οι άνδρες από τα χάνια
και το χωριό.
Οι τσοπάνηδες έπρεπε να είναι πολύ εξασκημένοι και να μπορούν να προβλέπουν τις μεταβολές του καιρού. Στα ψηλά και γυμνά εκείνα βουνά μια απότομη αλλαγή του καιρού σε θύελλα και καταιγίδα ήταν δυνατό να επιφέρει αποδεκατισμό ή και ολόκληρο αφανισμό του κοπαδιού. Ο πεπειραμένος τσοπάνης προελάμβανε το κακό οδηγώντας το κοπάδι του στις σπηλιές προς το χωριό. Υπάχουν παραδείγματα πνιγμού πολλών ζώων, που κατελήφθησαν από μια ξαφνική άγρια χιονοθύελλα, ενώ αντιθέτως υπάρχει και παράδειγμα διασώσεως ολοκλήρου του κοπαδιού με το να πρόβλεψει ο τσοπάνης και να το οδηγήσει στην σπηλιά ψηλά από τη Μόχωρα. Τη νύχτα εκείνη έπεσε πολύ χιόνι.
Ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης, τέκνον της Κρώμνης, στο θεατρικόν έργον του <<Ο Μάραντον>> φέρνει τα Λειβαδία ως καταφύγιον του Μάραντου με τα υπάρχοντά του μετά την άλωση της Τραπεζούντος. Φαντασία βέβαια, αλλά πόσον ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα για την οίκηση της Κρώμνης.
Αλλά και πολύ προ του Φιλ. Κτενίδη, ο πολύς Παρχαρίδης στα παρχάρια φέρει τους πρώτους οικιστάς του χωριού. Να τι γράφει στην «Ιστορία της Κρώμνης» «Εις μικράν απόστασιν από της παλαιάς οδού του τμήματος των Λειβαδίων ήσαν αι οικίαι των πρώτων κατοίκων Χαλδαίων και Χαλύβων, όπως δε λέγει και μια παράδοσις ήταν επτισμέναι εις το μέρος του χανίου του Αρμαλού (αργότερον Ξερέα). Και όπου μεν επεκράτει η ομίχλη ,είχαν τα λειβάδια των χόρτων, χορτοθέρεα ονομαζόμενα σήμερον, όπου δε ουχί, τα χωράφια. Το δε αλώνιον ήτο παρά τον ρύακα, όθεν αρχίζει το αυλάκι, κάτω από τα Σαντέτκα. Ανωτέρω του χα- ι νέου ήτο ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και εκεί ήσαν ο Τάφοι των. Εις εκ του χωρίου τούτου φαίνεται ότι ΕΠΙ χριστιανικών αιώνων Αλεπογιάννης ονόματι έκτισε τα Αλεπογιαννέσσεα, καλύβας λιθίνας αι οποίαι τώρα χρησιμεύουν την άνοιξιν εις τας ρωμάνας» Και από τα παρχάρια αυτά, όπως συνεχίζει, πολύ αργότερα μετοίκησαν προς τα υπήνεμα και κρημνώδη μέρη, που πήραν το όνομα Κρομ και Κρώμνη.
Οι τσοπάνηδες έπρεπε να είναι πολύ εξασκημένοι και να μπορούν να προβλέπουν τις μεταβολές του καιρού. Στα ψηλά και γυμνά εκείνα βουνά μια απότομη αλλαγή του καιρού σε θύελλα και καταιγίδα ήταν δυνατό να επιφέρει αποδεκατισμό ή και ολόκληρο αφανισμό του κοπαδιού. Ο πεπειραμένος τσοπάνης προελάμβανε το κακό οδηγώντας το κοπάδι του στις σπηλιές προς το χωριό. Υπάχουν παραδείγματα πνιγμού πολλών ζώων, που κατελήφθησαν από μια ξαφνική άγρια χιονοθύελλα, ενώ αντιθέτως υπάρχει και παράδειγμα διασώσεως ολοκλήρου του κοπαδιού με το να πρόβλεψει ο τσοπάνης και να το οδηγήσει στην σπηλιά ψηλά από τη Μόχωρα. Τη νύχτα εκείνη έπεσε πολύ χιόνι.
Ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης, τέκνον της Κρώμνης, στο θεατρικόν έργον του <<Ο Μάραντον>> φέρνει τα Λειβαδία ως καταφύγιον του Μάραντου με τα υπάρχοντά του μετά την άλωση της Τραπεζούντος. Φαντασία βέβαια, αλλά πόσον ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα για την οίκηση της Κρώμνης.
Αλλά και πολύ προ του Φιλ. Κτενίδη, ο πολύς Παρχαρίδης στα παρχάρια φέρει τους πρώτους οικιστάς του χωριού. Να τι γράφει στην «Ιστορία της Κρώμνης» «Εις μικράν απόστασιν από της παλαιάς οδού του τμήματος των Λειβαδίων ήσαν αι οικίαι των πρώτων κατοίκων Χαλδαίων και Χαλύβων, όπως δε λέγει και μια παράδοσις ήταν επτισμέναι εις το μέρος του χανίου του Αρμαλού (αργότερον Ξερέα). Και όπου μεν επεκράτει η ομίχλη ,είχαν τα λειβάδια των χόρτων, χορτοθέρεα ονομαζόμενα σήμερον, όπου δε ουχί, τα χωράφια. Το δε αλώνιον ήτο παρά τον ρύακα, όθεν αρχίζει το αυλάκι, κάτω από τα Σαντέτκα. Ανωτέρω του χα- ι νέου ήτο ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και εκεί ήσαν ο Τάφοι των. Εις εκ του χωρίου τούτου φαίνεται ότι ΕΠΙ χριστιανικών αιώνων Αλεπογιάννης ονόματι έκτισε τα Αλεπογιαννέσσεα, καλύβας λιθίνας αι οποίαι τώρα χρησιμεύουν την άνοιξιν εις τας ρωμάνας» Και από τα παρχάρια αυτά, όπως συνεχίζει, πολύ αργότερα μετοίκησαν προς τα υπήνεμα και κρημνώδη μέρη, που πήραν το όνομα Κρομ και Κρώμνη.
ΓΛΩΣΣΑ
Πολλές φορές επαναλάβαμε πως οι
Κρωμναίοι είχαν στενή επαφή με τους Τραπεζουντίους. Είχαν σχεδόν τα ίδια ήθη
και έθιμα και μιλούσαν την ίδια Ελληνική Ποντιακή διάλεκτο, χωρίς παραλλαγές
και με την ίδια προφορά. Το ίδιο μπορούμε να διατυπώσουμε σχετικά και με τους
κατοίκους της περιφέρειας Τορούλ και Αργυρούπολης. Ενώ αντίθετα η διάλεκτος της
περιφέρειας Ματσούκας είχε περισσότερες παραλλαγές και διάφορη προφορά. Και
αυτό συνέβαινε, γιατί ενώ η Κρώμνη με την Τραπεζούντα ερχόταν σε συναλλαγές και
επικοινωνία, με τη Ματσούκα δεν είχε ή σχεδόν δεν είχε καμιά επαφή.
Υπερηφανευόμασταν οι Κρωμναίοι πως ήμασταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ’Έλληνα Ποντίου στις εκδηλώσεις της ζωής μας. Ίσως αυτό να ήταν εγωιστικό, πάντως αυτή η πεποίθηση επικρατούσε και στους άλλους.
Στο λεξιλόγιο των Κρωμναίων, όπως και όλων των Ποντίων υπάρχουν λέξεις λατινικές, όπως στράτα, μπουκέτο, κουμούλ και το ρήμα κουμουλιάζω και άλλες. Επίρροια της Ρωμαϊκής κατοχής. Τουρκικές λέξεις υπάρχουν πολλές, που εισεχώρησαν κατά το μακρόν διάστημα της δουλείας κάτω από τον βάρβαρο κατακτητή, που με κάθε μέσον επεδίωκε τον αφανισμόν της Ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο διατηρήθηκε απόλυτα ο Ελληνικός χαρακτήρας και διεσώθη η γλώσσα, όπως και η θρησκεία και ο Εθνισμός. Διαφέρει η Ποντιακή διάλεκτος από την καθομιλουμένην Ελληνικήν όλης της Ελληνικής επικράτειας, αλλά της διαφοράς αυτής τα αίτια είναι άλλα. Επίσης στην ποντιακή διάλεκτο διατηρήθηκαν λέξεις από την Αρχαία Ελληνική και τον Όμηρο πάρα πολλές. Για το Θέμα αυτό εγράφησαν πολλά από γλωσσολόγους και επιστήμονες. Εδώ δεν Θα αναφέρουμε πολλές, αλλά μερικές χαρακτηριστικές που τιμούν τη διάλεκτο την Ποντιακή και αποδεικνύουν την κατ’ ευθείαν καταγωγή μας από την μητέρα Ελλάδα.
Μερικές λέξεις είναι «δεακλύζω» (Θάλασσα κλύζει πάντα τ’ ανθρώπινα), «πυρριφτώ» (εις πυρ ρίπτω), «λελεύω» (λιλαίομαι), «ποδεδίζω» ποδούμαι, «καταμάγια» από το καταμάσσω, «μακέλ», «δι κέλ», «Θελματοπλέρωτος», «συγκρύβω», «δεξάμενος» κ.ά.
Η λίμα στην Ποντιακή λέγεται «ρινίν» και ρήμα «ρινίζω»από το αρχαίον ρινάω (ω). «Συντυλίζω> τί εκφραστικότερον από την λέξιν συντυλίζω που ίσως μόνον στην Ποντιακή διάλεκτο να υπάρχει και σημαίνει την μετεωρολογική κατάσταση, όπου άγρια χιονοθύελλα με πυκνές νιφάδες και με ισχυρόν και ψυχρόν άνεμον περιτυλίγει τα πάντα, «οξικές φυσά και συντυλίζ’ κι συ που Θα πας»
Υπάρχουν και μερικές λέξεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να αποδώσει στην Ελληνική, όπως «φουμίζω» (θυμώνω σιωπηλά και συμμαζεύομαι σε μια γωνιά), «ποτβα»(νοικοκυρά ακάθαρτη, ατημέλητη, που δεν έχει συγυρισμένο τίποτε από το νοικοκυριό της), «φουάταλήχτρεα» (επιπόλαιος, ακατάστατος).
Υπερηφανευόμασταν οι Κρωμναίοι πως ήμασταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ’Έλληνα Ποντίου στις εκδηλώσεις της ζωής μας. Ίσως αυτό να ήταν εγωιστικό, πάντως αυτή η πεποίθηση επικρατούσε και στους άλλους.
Στο λεξιλόγιο των Κρωμναίων, όπως και όλων των Ποντίων υπάρχουν λέξεις λατινικές, όπως στράτα, μπουκέτο, κουμούλ και το ρήμα κουμουλιάζω και άλλες. Επίρροια της Ρωμαϊκής κατοχής. Τουρκικές λέξεις υπάρχουν πολλές, που εισεχώρησαν κατά το μακρόν διάστημα της δουλείας κάτω από τον βάρβαρο κατακτητή, που με κάθε μέσον επεδίωκε τον αφανισμόν της Ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο διατηρήθηκε απόλυτα ο Ελληνικός χαρακτήρας και διεσώθη η γλώσσα, όπως και η θρησκεία και ο Εθνισμός. Διαφέρει η Ποντιακή διάλεκτος από την καθομιλουμένην Ελληνικήν όλης της Ελληνικής επικράτειας, αλλά της διαφοράς αυτής τα αίτια είναι άλλα. Επίσης στην ποντιακή διάλεκτο διατηρήθηκαν λέξεις από την Αρχαία Ελληνική και τον Όμηρο πάρα πολλές. Για το Θέμα αυτό εγράφησαν πολλά από γλωσσολόγους και επιστήμονες. Εδώ δεν Θα αναφέρουμε πολλές, αλλά μερικές χαρακτηριστικές που τιμούν τη διάλεκτο την Ποντιακή και αποδεικνύουν την κατ’ ευθείαν καταγωγή μας από την μητέρα Ελλάδα.
Μερικές λέξεις είναι «δεακλύζω» (Θάλασσα κλύζει πάντα τ’ ανθρώπινα), «πυρριφτώ» (εις πυρ ρίπτω), «λελεύω» (λιλαίομαι), «ποδεδίζω» ποδούμαι, «καταμάγια» από το καταμάσσω, «μακέλ», «δι κέλ», «Θελματοπλέρωτος», «συγκρύβω», «δεξάμενος» κ.ά.
Η λίμα στην Ποντιακή λέγεται «ρινίν» και ρήμα «ρινίζω»από το αρχαίον ρινάω (ω). «Συντυλίζω> τί εκφραστικότερον από την λέξιν συντυλίζω που ίσως μόνον στην Ποντιακή διάλεκτο να υπάρχει και σημαίνει την μετεωρολογική κατάσταση, όπου άγρια χιονοθύελλα με πυκνές νιφάδες και με ισχυρόν και ψυχρόν άνεμον περιτυλίγει τα πάντα, «οξικές φυσά και συντυλίζ’ κι συ που Θα πας»
Υπάρχουν και μερικές λέξεις, που δύσκολα μπορεί κανείς να αποδώσει στην Ελληνική, όπως «φουμίζω» (θυμώνω σιωπηλά και συμμαζεύομαι σε μια γωνιά), «ποτβα»(νοικοκυρά ακάθαρτη, ατημέλητη, που δεν έχει συγυρισμένο τίποτε από το νοικοκυριό της), «φουάταλήχτρεα» (επιπόλαιος, ακατάστατος).
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η Κρώμνη ήταν το λίκνον των ποντιακών
τραγουδιών. Κυρίως οι Κρωμναίοι συνέθεταν δίστιχα, αλλά και άλλοι, αν
συνέθεταν, στην Κρώμνη έπρεπε να τα διαφημίσουν και να τα λανσάρουν. Κατά το τρίμηνον του καλοκαιριού γινόταν,έκθεση όλων των καινιούργιων σκοπών και
τραγουδιών.
Τα Ποντιακά δίστιχα παντού στον Πόντον, τουλάχιστον στην περιοχή Τραπεζούντος και μάλιστα σε μεγάλη ακτίνα τα έλεγαν «Κρωμέτκα τραγωδίας» και ας είχαν ίσως γραφτεί κι ας είχαν τονισθεί αλλού. Αλλά και εδώ στην Ελλάδα αρχικώς τα Ποντιακά τραγούδια διαφημίζονταν στο ραδιόφωνον ως «Κρωμέτκα τραγωδίας», αργότερα όμως εκεντήθη ο εγωισμός των άλλων Ποντίων και εζήτησαν να διαφημίζονται και σαν δικά τους τραγούδια. Άλλωστε, αφού εξέλιπαν το περιβάλλον της Κρώμνης, ο ορίζοντας της Κρώμνης, τα φαγοπότια της Κρώμνης, ο ουρανός, το κλίμα, όλα όσα εχαρακτήριζαν την Κρώμνην του Πόντου, επόμενον ήταν να ατονήσει και ο χαρακτηρισμός των Ποντιακών τραγουδιών ως Κρωμέτκα. Πάντως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως μόνον στα βουνά της Κρώμνης αντηχούσαν τόσον έντονα και τόσον εντυπωσιακά τα ποντιακά τραγούδια.
Ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης, τέκνον της χιλιοτραγουδημένης Κρώμνης, στην «Καμπάνα του Πόντου» χαρακτηρίζει την Κρώμνην «τη χαράς το πουλίν» (η φράση είναι: «τη χαράς το κλαδίν τη τραγωδί η μάνα»). Και ήταν πράγματι η Κρώμνη η μάνα του τραγουδιού, που κανείς Πόντιος δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
«Οι Κρωμέτ οι τραγωδεάντ» και οι Κρωμέτ οι κεμεντσετσήδες», έλεγαν όλοι είναι οι καλύτεροι της περιφερείας. Και αν σε άλλο χωριό Θα παρουσιαζόταν καλός τραγωδιάνος και καλός κεμεντσετζής στην Κρώμνη Θα κατέληγε, στην Κρώμνη Θα πήγαινε το καλοκαίρι, γιατί εκεί Θα εύρισκε έδαφος προβολής και διαφημήσεως.
Κανένας άλλος τόπος, κανένα άλλο χωριό δεν είχε το κλίμα, δεν είχε το περιβάλλον της ευθυμίας, της χαράς, του τραγουδιού και του γλεντιού όπως η Κρώμνη, που σαν μια αετοφωλιά στους ψηλούς βράχους των πανύψηλων βουνών του Πόντου ενέκλειε το πνεύμα της ελευθερίας και της εθνικής εξάρσεως.
Ο ανωτέρω μνημονευθείς Φίλων Κτενίδης αναδημοσιεύοντας στην Ποντιακή Εστία, τεύχος 4Οον, την ιστορία της Κρώμνης του Α.Ι. Παρχαρίδη, (ο Α.Ι. Παρχαρίδης, ήτο γιος του Ιωάννη Παρχαρίδη, γυμνασιάρχου, τέκνου της Κρώμνης), σαν πρόλογο και σαν εισήγηση, ιδού τι γράφει για την Κρώμνη.«ΚΡΩΜΝΗ. Ε μαύρον Κρώμ’! Σ σα ραία σ’ π’ εγεννέθεν κι ετράνηνεν, ‘ς σα χώματα σ’, όνταν Θάφκεται, τον Παράδεισον ντο ν’ εφτάει».
Μέσα σ’ αυτή την αποστροφή του Μήτου προς το χωριό του, στο έργον «Ξενητέας», περικλείεται όλη η αγάπη, όλη η λατρεία κι όλη η υπερηφάνεια που είχαν οι Κρωμναίoι για τον τόπο τους.
Κακόμοιρη Κρώμνη! Εκείνος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα βουνά σου τί τον Θέλει τον Παράδεισο, αν έχει την τύχη να τον θάψουν στο χώμα σου! ‘Ονειρο και ευχή. Να γεννηθεί στην Κρώμνη, να περάσει στα βουνά της τη ζωή του και να ταφεί στο χώμα της!
Μια αγάπη απέραντη, σαν τον ατέλειωτον ορίζοντα του χωριού του, βαθιά σαν τις χαράδρες του, μεγάλη σαν το ύψος των βουνών του, πολύμορφη και πολυσύνθετη σαν τα πολύχρωμα αγριολούλουδα των κάμπων του, γλυκιά σαν τον αγέρα των λαγκαδιών του και ξεκάθαρη σαν τον ουρανό του, γέμιζε την ψυχή του ξένοιαστου, του απλού, του φτωχού και περήφανου κατοίκου, του γραφικού στην απλότητα των γραμμών και του κυματισμού των γηλόφων και του κελαρύσματος των νερών, του πολυτραγουδημένου εκείνου χωριού που το ‘λεγαν Κρώμνη.
Το χωριό αυτό, αν έγινε ξακουστό, αυτό το χρωστά στην αγάπη όχι μόνον των κατοίκων του, μα και στην αγάπη όλου του Πόντου, όλων των Ποντίων που γνώρισαν, που έζησαν, έστω και για λίγες μέρες κάτω από τον πάντα ασυννέφιαστο ουρανό του.
Και δεν ήταν μόνο το έξοχο κλίμα του και τα κρύα νερά του, και τα πρόσχαρα και ολόφωτα τοπία του, και το τραγούδι του και τα γλεντοκοπήματά του που το ’καναν τόσο αγαπητό σ’ ολόκληρο τον Πόντο. Ήταν και κάτι άλλο πιο πνευματικό, πιο ψυχικό.
Ήταν ο αγέρας της ελευθερίας» που ανέπνεε κανείς σ’ εκείνην την απόμερη αετοφωλιά. Ήταν από τα ολίγα, τα απόλυτα Ελληνικά, χωρίς ίχνος Τούρκου, χωριό. Άφοβα, ξένοιαστα, άνοιγε η ψυχή και το στόμα του Ρωμηού στον ελεύθερό του αέρα. Οι Τούρκοι ειρωνικά τ’ ονόμαζαν «Κιουτζιούκ Γουνανιστάν», Μικρή Ελλάδα.
Και πράγματι ήταν ένα κομμάτι από την ελεύθερη Ελλάδα, που ο Θεός του έθνους ξεμονιάχιασε εκεί πάνω στα βουνά του Παρυάδρη, στο βάθος του Πόντου, για να δοκιμάσουν παροδικά κάποτε την γλύκα της ελληνικής ελευθεριάς και τα σκλαβωμένα παιδιά του, όσα είχαν την τύχη να το επισκεφθούν. Και είναι γεγονός ότι δεν υπήρξε άλλο χωριό στον Πόντο, που να γνώρισε τόσους Ποντίους απ’ όλες τις Περιφέρειες, όσο η Κρώμνη, παρ’ όλες τις αποστάσεις και τις δυσκολίες της συγκοινωνίας.
Όπως, σαν ξεκινούσε ο Πόντιος για τα Ιεροσόλυμα ήξερε πως πάει για προσευχή και για προσκύνημα, έτσι ξεκινώντας για την Κρώμνη, ήξερε πως πάει για τον τόπο της ξενοιασιάς του γλεντιού του τραγουδιού και της χαράς.
Και δεν είχε άδικο. Και κανένας ποτέ δεν γελάστηκε σ’ αυτή του τη μεγάλη προσδοκία. Ίσως γι αυτό, οι κάτοικοι του χωριού εκείνου να είναι σήμερα οι πιο πικραμένοι Έλληνες από εκείνους που έχουν χάσει τον τόπο τους. Γιατί αυτοί μαζί με τον τόπο, έχασαν και τη χαρά την πραγματική της ζωής, που είχε πατρίδα την πατρίδα των.
Τα Ποντιακά δίστιχα παντού στον Πόντον, τουλάχιστον στην περιοχή Τραπεζούντος και μάλιστα σε μεγάλη ακτίνα τα έλεγαν «Κρωμέτκα τραγωδίας» και ας είχαν ίσως γραφτεί κι ας είχαν τονισθεί αλλού. Αλλά και εδώ στην Ελλάδα αρχικώς τα Ποντιακά τραγούδια διαφημίζονταν στο ραδιόφωνον ως «Κρωμέτκα τραγωδίας», αργότερα όμως εκεντήθη ο εγωισμός των άλλων Ποντίων και εζήτησαν να διαφημίζονται και σαν δικά τους τραγούδια. Άλλωστε, αφού εξέλιπαν το περιβάλλον της Κρώμνης, ο ορίζοντας της Κρώμνης, τα φαγοπότια της Κρώμνης, ο ουρανός, το κλίμα, όλα όσα εχαρακτήριζαν την Κρώμνην του Πόντου, επόμενον ήταν να ατονήσει και ο χαρακτηρισμός των Ποντιακών τραγουδιών ως Κρωμέτκα. Πάντως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως μόνον στα βουνά της Κρώμνης αντηχούσαν τόσον έντονα και τόσον εντυπωσιακά τα ποντιακά τραγούδια.
Ο αείμνηστος Φίλων Κτενίδης, τέκνον της χιλιοτραγουδημένης Κρώμνης, στην «Καμπάνα του Πόντου» χαρακτηρίζει την Κρώμνην «τη χαράς το πουλίν» (η φράση είναι: «τη χαράς το κλαδίν τη τραγωδί η μάνα»). Και ήταν πράγματι η Κρώμνη η μάνα του τραγουδιού, που κανείς Πόντιος δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
«Οι Κρωμέτ οι τραγωδεάντ» και οι Κρωμέτ οι κεμεντσετσήδες», έλεγαν όλοι είναι οι καλύτεροι της περιφερείας. Και αν σε άλλο χωριό Θα παρουσιαζόταν καλός τραγωδιάνος και καλός κεμεντσετζής στην Κρώμνη Θα κατέληγε, στην Κρώμνη Θα πήγαινε το καλοκαίρι, γιατί εκεί Θα εύρισκε έδαφος προβολής και διαφημήσεως.
Κανένας άλλος τόπος, κανένα άλλο χωριό δεν είχε το κλίμα, δεν είχε το περιβάλλον της ευθυμίας, της χαράς, του τραγουδιού και του γλεντιού όπως η Κρώμνη, που σαν μια αετοφωλιά στους ψηλούς βράχους των πανύψηλων βουνών του Πόντου ενέκλειε το πνεύμα της ελευθερίας και της εθνικής εξάρσεως.
Ο ανωτέρω μνημονευθείς Φίλων Κτενίδης αναδημοσιεύοντας στην Ποντιακή Εστία, τεύχος 4Οον, την ιστορία της Κρώμνης του Α.Ι. Παρχαρίδη, (ο Α.Ι. Παρχαρίδης, ήτο γιος του Ιωάννη Παρχαρίδη, γυμνασιάρχου, τέκνου της Κρώμνης), σαν πρόλογο και σαν εισήγηση, ιδού τι γράφει για την Κρώμνη.«ΚΡΩΜΝΗ. Ε μαύρον Κρώμ’! Σ σα ραία σ’ π’ εγεννέθεν κι ετράνηνεν, ‘ς σα χώματα σ’, όνταν Θάφκεται, τον Παράδεισον ντο ν’ εφτάει».
Μέσα σ’ αυτή την αποστροφή του Μήτου προς το χωριό του, στο έργον «Ξενητέας», περικλείεται όλη η αγάπη, όλη η λατρεία κι όλη η υπερηφάνεια που είχαν οι Κρωμναίoι για τον τόπο τους.
Κακόμοιρη Κρώμνη! Εκείνος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα βουνά σου τί τον Θέλει τον Παράδεισο, αν έχει την τύχη να τον θάψουν στο χώμα σου! ‘Ονειρο και ευχή. Να γεννηθεί στην Κρώμνη, να περάσει στα βουνά της τη ζωή του και να ταφεί στο χώμα της!
Μια αγάπη απέραντη, σαν τον ατέλειωτον ορίζοντα του χωριού του, βαθιά σαν τις χαράδρες του, μεγάλη σαν το ύψος των βουνών του, πολύμορφη και πολυσύνθετη σαν τα πολύχρωμα αγριολούλουδα των κάμπων του, γλυκιά σαν τον αγέρα των λαγκαδιών του και ξεκάθαρη σαν τον ουρανό του, γέμιζε την ψυχή του ξένοιαστου, του απλού, του φτωχού και περήφανου κατοίκου, του γραφικού στην απλότητα των γραμμών και του κυματισμού των γηλόφων και του κελαρύσματος των νερών, του πολυτραγουδημένου εκείνου χωριού που το ‘λεγαν Κρώμνη.
Το χωριό αυτό, αν έγινε ξακουστό, αυτό το χρωστά στην αγάπη όχι μόνον των κατοίκων του, μα και στην αγάπη όλου του Πόντου, όλων των Ποντίων που γνώρισαν, που έζησαν, έστω και για λίγες μέρες κάτω από τον πάντα ασυννέφιαστο ουρανό του.
Και δεν ήταν μόνο το έξοχο κλίμα του και τα κρύα νερά του, και τα πρόσχαρα και ολόφωτα τοπία του, και το τραγούδι του και τα γλεντοκοπήματά του που το ’καναν τόσο αγαπητό σ’ ολόκληρο τον Πόντο. Ήταν και κάτι άλλο πιο πνευματικό, πιο ψυχικό.
Ήταν ο αγέρας της ελευθερίας» που ανέπνεε κανείς σ’ εκείνην την απόμερη αετοφωλιά. Ήταν από τα ολίγα, τα απόλυτα Ελληνικά, χωρίς ίχνος Τούρκου, χωριό. Άφοβα, ξένοιαστα, άνοιγε η ψυχή και το στόμα του Ρωμηού στον ελεύθερό του αέρα. Οι Τούρκοι ειρωνικά τ’ ονόμαζαν «Κιουτζιούκ Γουνανιστάν», Μικρή Ελλάδα.
Και πράγματι ήταν ένα κομμάτι από την ελεύθερη Ελλάδα, που ο Θεός του έθνους ξεμονιάχιασε εκεί πάνω στα βουνά του Παρυάδρη, στο βάθος του Πόντου, για να δοκιμάσουν παροδικά κάποτε την γλύκα της ελληνικής ελευθεριάς και τα σκλαβωμένα παιδιά του, όσα είχαν την τύχη να το επισκεφθούν. Και είναι γεγονός ότι δεν υπήρξε άλλο χωριό στον Πόντο, που να γνώρισε τόσους Ποντίους απ’ όλες τις Περιφέρειες, όσο η Κρώμνη, παρ’ όλες τις αποστάσεις και τις δυσκολίες της συγκοινωνίας.
Όπως, σαν ξεκινούσε ο Πόντιος για τα Ιεροσόλυμα ήξερε πως πάει για προσευχή και για προσκύνημα, έτσι ξεκινώντας για την Κρώμνη, ήξερε πως πάει για τον τόπο της ξενοιασιάς του γλεντιού του τραγουδιού και της χαράς.
Και δεν είχε άδικο. Και κανένας ποτέ δεν γελάστηκε σ’ αυτή του τη μεγάλη προσδοκία. Ίσως γι αυτό, οι κάτοικοι του χωριού εκείνου να είναι σήμερα οι πιο πικραμένοι Έλληνες από εκείνους που έχουν χάσει τον τόπο τους. Γιατί αυτοί μαζί με τον τόπο, έχασαν και τη χαρά την πραγματική της ζωής, που είχε πατρίδα την πατρίδα των.
ΡΩΣΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Την άλλη μέρα, 16
Ιουλίου, μετά τις πρώτες απογευματινές ώρες, άρχισαν να φαίνονται οι ανιχνευτές
Ρώσοι. Κατέβαιναν από πέτρα
σε πέτρα, ενώ από την ενορία οι κάτοικοι φώναζαν
και ζητωκραύγαζαν για να τους δείξουν πως εχθρός δεν υπάρχει. Έτσι
στην Μόχωρα κατέβηκαν καμιά δεκαπενταριά στρατιώτες. Ταυτόχρονα έφθασαν από την άλλη
πλευρά στην εκκλησία του Φραγκάντων άλλοι στρατιώτες, που στήνανε εκεί ένα
ορεινό κανόνι. Και αμεσως άρχισε να
κατεβαίνει από τα Καγκέλια του Αληθινού ο όγκος του Ρωσικού στρατού,
πεζοί και καβαλάρηδες. Το τάγμα θανάτου των Τούρκων άρχισε να βάλει μέσα από
τον Αε-Θόδωρο και οι Ρώσοι έστρεψαν τα πυρά τους προς αυτούς. Από τον Αγιάννην
του Φραγκάντων έβαζε το κανόνι και ο στρατός συνεχώς προχωρούσε. Κι όταν πια οι
Ρώσοι πέρασαν τον Αληθινόν και προχώρησαν προς του Κωδωνάντων, οι Τούρκοι
εγκατέλειψαν την εκκλησία και κατρακύλησαν προς του «Τζουμπλακή» και από εκεί πέρασαν προς την
πλαγιά του Λυκάστ. Και όταν οι Ρώσοι έφτασαν στα «Κοχρακοφώλια» άρχισε
πυκνό τουφεκίδι. Στο Λυκάστ τους πρόλαβαν οι Ρώσοι. Διαδόθηκε
πως τους σκότωσαν όλους, γιατί βρήκαν μέσα στα τρύπια τσαρούχια τους κομμάτια
από τον«επιτάφιο»της εκκλησίας. ‘Επειτα κατελήφθηκε και η Ίμερα και από την επομένην συνεχώς
προωθούνταν οι Ρώσοι προς Δυσμάς, ως ότου κατέλαβαν όλην την οροσειρά του Γκιαούρ-νταγ.
Η Κρώμνη, ύστερα από την προέλαση του Ρωσικού στρατού, επανασυνδέθηκε και πάλιν με την Τραπεζούντα. Συγγενείς που αγωνιούσαν για την τύχη και τη ζωή των δικών τους ανέβαιναν στην Κρώμνη, για να τους δουν και να περάσουν το λίγο καλοκαίρι στην αγαπημένη τους πατρίδα. Από την Κρώμνη πάλιν κατέβαιναν στην Τραπεζούντα, για να ξεφουσκώσουν, ύστερα από δυο χρόνων σκλαβωμένη ζωή Οι φυγόστρατοι, ελεύθεροι πια, καταπιάστηκαν με τις δουλειές τους.
Όσο βαστούσε το καλοκαίρι, έβλεπε κανείς κάποια κίνηση και λίγη εικόνα της παλιάς ζωής της Κρώμνης. Μόλις όμως ήρθε το φθινόπωρο κι άρχισαν τα πρώτα κρύα, όλοι οι Κρωμναίοι, που κατά τον βοβαρδισμό της Τραπεζούντος κατέφυγον εκεί, κατέβηκαν τώρα και ξανάρχισαν τις δουλειές των.
Στην Κρώμνη παρέμειναν λίγες, πολύ λιγότερες και από άλλοτε οικογένειες. Το χωριό σχεδόν ερημώθηκε. Ως και τα σχολεία εκείνην την χρονιά δεν ελειτούργησαν.
Η Κρώμνη, ύστερα από την προέλαση του Ρωσικού στρατού, επανασυνδέθηκε και πάλιν με την Τραπεζούντα. Συγγενείς που αγωνιούσαν για την τύχη και τη ζωή των δικών τους ανέβαιναν στην Κρώμνη, για να τους δουν και να περάσουν το λίγο καλοκαίρι στην αγαπημένη τους πατρίδα. Από την Κρώμνη πάλιν κατέβαιναν στην Τραπεζούντα, για να ξεφουσκώσουν, ύστερα από δυο χρόνων σκλαβωμένη ζωή Οι φυγόστρατοι, ελεύθεροι πια, καταπιάστηκαν με τις δουλειές τους.
Όσο βαστούσε το καλοκαίρι, έβλεπε κανείς κάποια κίνηση και λίγη εικόνα της παλιάς ζωής της Κρώμνης. Μόλις όμως ήρθε το φθινόπωρο κι άρχισαν τα πρώτα κρύα, όλοι οι Κρωμναίοι, που κατά τον βοβαρδισμό της Τραπεζούντος κατέφυγον εκεί, κατέβηκαν τώρα και ξανάρχισαν τις δουλειές των.
Στην Κρώμνη παρέμειναν λίγες, πολύ λιγότερες και από άλλοτε οικογένειες. Το χωριό σχεδόν ερημώθηκε. Ως και τα σχολεία εκείνην την χρονιά δεν ελειτούργησαν.
Καλοκαίρι του 1917
Το καλοκαίρι του 1917 ανέβηκαν στην Κρώμνη αρκετοί παραθεριστές, μόνον όμως Κρωμναίοι. Τίποτε πια δεν Θυμίζει την παλιά δόξα της Κρώμνης. Ούτε πανηγύρια, ούτε γλέντια. Όλοι στρώθηκαν στις δουλειές των. Σαν να ήθελαν να αναπληρώσουν ό,τι έχασαν κατά το διάστημα των δύο ετών που αδρανούσαν. Η Τσαρική Ρωσία με πρόγραμμα να καταλάβει όλη τη Μικρά Ασία και να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, προέβη σε εντατική διάνοιξη δρόμων και κατασκευή γεφυριών. Όλοι έβρισκαν δουλειά. Έτσι δημιουργήθηκε μια κατάσταση για τους κατοίκους της Κρώμνης πολύ διαφορετική από ό,τι συνηθιζόταν προ του 1912. Και όταν ήρθε το φθινόπωρο, η Κρώμνη έμεινε με ολίγους κατοίκους που Θα διαχείμαζαν εκεί. Ευτυχώς που η Αδελφότης φρόντισε εκείνην την χρονιά για την λειτουργία των δύο σχολείων. Δεν λειτούργησαν όμως κανονικά μέχρι το τέλος του σχολικού έτους, γιατί επήλθε με τη Ρωσική Επανάσταση η οπισθοχώρηση του στρατού, που επέφερε νέα αναταραχή σε όλη τη κοινωνική ζωή της Κρώμνης. Οι περισσότεροι Κρωμναίοι, που διεχείμαζαν στη Τραπεζούντα, όπως πολλοί άλλοι Πόντιοι Έλληνες, μη θέλοντας να ζήσουν και πάλι κάτω από τον βάρβαρο ζυγό των Τούρκων, που επρόκειτο να ανακαταλάβουν και πάλι τα μέρη που άφηναν οι Ρώσοι ακολούθησαν το Ρωσικό στρατό στην οπισθοχώρησή του και πήγαν στη Ρωσία.
Το καλοκαίρι του 1917 ανέβηκαν στην Κρώμνη αρκετοί παραθεριστές, μόνον όμως Κρωμναίοι. Τίποτε πια δεν Θυμίζει την παλιά δόξα της Κρώμνης. Ούτε πανηγύρια, ούτε γλέντια. Όλοι στρώθηκαν στις δουλειές των. Σαν να ήθελαν να αναπληρώσουν ό,τι έχασαν κατά το διάστημα των δύο ετών που αδρανούσαν. Η Τσαρική Ρωσία με πρόγραμμα να καταλάβει όλη τη Μικρά Ασία και να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, προέβη σε εντατική διάνοιξη δρόμων και κατασκευή γεφυριών. Όλοι έβρισκαν δουλειά. Έτσι δημιουργήθηκε μια κατάσταση για τους κατοίκους της Κρώμνης πολύ διαφορετική από ό,τι συνηθιζόταν προ του 1912. Και όταν ήρθε το φθινόπωρο, η Κρώμνη έμεινε με ολίγους κατοίκους που Θα διαχείμαζαν εκεί. Ευτυχώς που η Αδελφότης φρόντισε εκείνην την χρονιά για την λειτουργία των δύο σχολείων. Δεν λειτούργησαν όμως κανονικά μέχρι το τέλος του σχολικού έτους, γιατί επήλθε με τη Ρωσική Επανάσταση η οπισθοχώρηση του στρατού, που επέφερε νέα αναταραχή σε όλη τη κοινωνική ζωή της Κρώμνης. Οι περισσότεροι Κρωμναίοι, που διεχείμαζαν στη Τραπεζούντα, όπως πολλοί άλλοι Πόντιοι Έλληνες, μη θέλοντας να ζήσουν και πάλι κάτω από τον βάρβαρο ζυγό των Τούρκων, που επρόκειτο να ανακαταλάβουν και πάλι τα μέρη που άφηναν οι Ρώσοι ακολούθησαν το Ρωσικό στρατό στην οπισθοχώρησή του και πήγαν στη Ρωσία.
Η ΚΡΩΜΝΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΥΠΟ
ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ (1918)
Από το φθινόπωρον του 1917 ήταν γνωστό πως οι Ρώσοι Θα εγκαταλείψουν τα
τουρκικά εδάφη. Οι Τούρκοι ενεθάρρυναν και εσχημάτισαν ομάδες τζετέδων, για να
είναι έτοιμοι με την πρώτη ευκαιρία να εισβάλλουν στα Ελληνικά χωριά, να τα
λεηλατήσουν και να κακοποιήσουν τους κατοίκους. Γι’ αυτό όλα τα ελληνικά χωριά
λάμβαναν προφυλακτικά μέτρα, να αποκρούσουν κάθε ενδεχομένη εισβολή από άτακτα
στίφη μέχρι που να καταφθάνει τακτικός στρατός. Κατά το διάστημα της Ρωσικής
κατοχής, η Κρώμνη, όπως και η Ίμερα, έδειξαν μεγαλοψυχία στους υποδουλωθέντας
Τούρκους. Τους επροστάτευσαν, τους ενεθάρρυναν εργάζονται και οι Τούρκοι
ανεγνώριζαν την ευεργεσία αυτή.
Επίστευαν οι Κρωμναίοι ότι η διαγωγή τους αυτή Θα αφόπλιζε τους Τούρκους από κάθε βιοπραγία, αλλ’ υπήρχαν και τα στίφη των τζετέδων, εναντίον των οποίων έπρεπε να αμυνθούν. ‘Έτσι από τον Ιανουάριο του 1918 στην Κρώμνη και την Ίμερα οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες, που ανέλαβαν συστηματικά και συμφωνημένα την φρούρηση των δύο αυτών χωριών. Οι κάτοικοι του γειτονικού προς την Ίμερα χωριού, του Λερή, μη μπορώντας να αμύνωνται εναντίον των τσετέδων, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν πρόσφυγες στην Ίμερα.
Όταν τον Φεβρουάριο του 1918 όλος ο Ρωσικός στρατός έφυγε από την Τραπεζούντα, τα δύο χωριά, Ίμερα και Κρώμνη, ήταν έτοιμα να αντιτάξουν άμυνα σε κάθε εισβολή τσετέδων. Όταν ήλθε η είδηση ότι ο τουρκικός στρατός από την Αργυρούπολη έρχεται να ανακαταλάβει την Κρώμνη, οι οργανωμένες και οπλισμένες ομάδες με τον φόβο μήπως αντί τακτικού στρατού πρόκειται περί τζετέδων κατέλαβαν επικαίρους θέσεις, οι Κρωμναίοι στα στενά Τζουμπλακή- Γλούβενα και σι Ιμεραίοι μαζί με τους Λαρέτς πίσω απ’ αυτούς. Αλλ’ ο Αχ. Φιρτινίδης, που πάντοτε ενεργούσε ψύχραιμα και λογικά, ύστερα από αυτά τα μέτρα, ανεχώρησε από την Κρώμνη, για να ανταμώσει τα τουρκικά στρατεύματα, για να προλάβει κάθε ενδεχόμενο κακό. Πραγματικά κάτω στη Γιαγλή-Τερέ αντάμωσε το τουρκικό απόσπασμα, που είχε μαζί του και τον Γιάγκο τον Παλαμά, Κρωμναίον, κάτοικον Αργυρουπόλεως. Από αυτόν και από τον αξιωματικόν διεπίστωσε πως πρόκειται περί τακτικού στρατού και μάλιστα με πολύ καλές διαθέσεις για την Κρώμνη. Αμέσως βρήκε τρόπο και έστειλε απεσταλμένο στην Κρώμνη για να ειδοποιήσουν τις ένοπλες ομάδες, που φύλαγαν, να διαλυθούν και να αποκρύψουν τα όπλα τους.
Έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο άτομο αυτό οι οπλισμένοι διαλύθηκαν αμέσως και ύστερα από λίγες ώρες, όταν ο τουρκικός στρατός με τον Παλαμά και τον Φιρτίνον ήρθαν στην Κρώμνη, οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν φιλόφρονα και τους περιποιήθηκαν.
Οι στρατιώτες αυτοί, που ήλθαν στη Κρώμνη, όπως και όλος ο τουρκικός στρατός, που φύλαγε μέτωπο, ήταν πραγματικά ράκη. Σκελετωμένοι, ξυπόλυτοι. και γυμνοί έμοιαζαν σαν φαντάσματα, λιποτάκτες νεκροταφείου.
Παρέμειναν στη Κρώμνη 15 ημέρες. Εκεί οι Κρωμναίοι τους έντυσαν από αποθήκες Ρωσικές, τους καλοπεριποιήθηκαν και στο διάστημα των 15 ημερών συνήλθαν, πήραν άλλη όψη και όταν ήλθε διαταγή να φύγουν παρατεταγμένοι όλοι μαζί εζητωκραύγασαν: «γιασιασούν Κρωμ», ζήτω η Κρώμνη, απεχαιρέτησαν με ευγνωμοσύνη το χωριό και ανεχώρησαν.
Έτσι ξανάρχισε η τουρκική κατοχή. Αρχικώς έφθασε για τάξη και ασφάλεια, αλλά και για τον τύπο, ένας μόνον χωροφύλακας, που συμπεριφερόταν με πολλή ευγένεια και προσήνεια στους κατοίκους. Στις αρχές του καλοκαιριού εγκατεστάθηκε ο Μουτούρης Ουτσουντσόγλου Αχμέτ εφέντη, από αριστοκρατική οικογένεια της Άρδασας,γνωστός στους Κρωμναίους, γιατί και προ της Ρωσικής κατοχής εχρημάτισε Μουτήρης της Κρώμνης. Μαζί του έφθασε και δύναμη χωροφυλακής. Η ρωσική κατοχή, σαν μια παρένθεση, ξεχάστηκε και ξανάρχισε η προηγούμενη ζωή της τουρκικής κατοχής.
Οι Τούρκοι αρχικώς δεν είχαν κανένα λόγο να κακομεταχειρίζονται τους Κρωμναίους. Παντού και πάντοτε καθ’ όλον το διάστημα της ρωσικής κατοχής οι Κρωμναίοι έδειξαν μεγαλοψυχία σ’ αυτούς. Την καλωσύνη των Κρωμναίων την ανεγνώριζαν οι Τούρκοι. Έπειτα όσο εξακολουθούσε ο πόλεμος με την Άνταντ, η Τουρκία ήτο ένα ερείπιο και δεν είχε την δύναμη να επιβάλλεται όπως πρώτα, σαν κυρίαρχο κράτος, όπως εμφαίνεται από το παρακάτω περιστατικό.
Το Πατριαρχείον, με την ενίσχυση των Δυνάμεων της Αντάντ, που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, επροστάτευε αποτελεσματικά το Χριστιανικό στοιχείο. Με το προνόμιο αυτό η Μητρόπολις Χαλδίας εξαπέστειλε εγκύκλιο σ’ όλους τους αρχιερατικούς αντιπροσώπους να περιμαζέψουν τα ορφανά Χριστιανών, που τυχόν βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. Ο Μουτήρης Αχμέτ Εφέντη είχε σαν υπηρεσία ένα κοριτσάκι 15 ετών. Όταν έφθασε στη Κρώμνη η εγκύκλιος της Μητροπόλεως, αρχιερατικός Επίτροπος της Κρώμνης, αιδεσιμότατος Παπα-Κωνσταντίνος Ιωσηφίδης, ιερέας του Αγ. Γεωργίου της Ενορίας Σιαμανάντων μαζί με τον Αχ. Φιρτινίδη παρουσιάστηκαν στον Αχμέτ Εφέντη στις 7 Ιανουαρίου και του ανεκοίνωσαν τη διαταγή. Χωρίς καμιά αντίρρηση, χωρίς καμιά διαμαρτυρία ο Αχμέτ Εφέντη παρέδωσε το κορίτσι. Όνομα Παρθένα. Εκείνοι αμέσως το έφεραν στο Μοναστήρι της’Ιμερας Αγ. Ιωάννην και το παρέδωσαν στην ηγουμένισσαν. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Αχμέτ Εφέντη εξέφρασε στον γράφοντα, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια, το παράπονό του για την παραλαβή του μικρού κοριτσιού, που όπως έλεγε το είχε σαν παιδί του και χωρίς καμιά πρόθεση προσηλυτισμού στον Μωαμεθανισμό. Ουδέποτε εμνησικάκισε και ούτε αργότερα, όταν στο σύνολο οι Τούρκοι άλλαξαν διαθέσεις εναντίον των Ρωμιών, θέλησε να εκδικηθεί.
Οι ολίγοι Κρωμναίοι που παρέμειναν στην Τραπεζούντα οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Ρωσία δεν είχαν ούτε την διάθεση, αλλ’ ούτε και την οικονομική αντοχή να βγουν για παραθερισμό. Ελάχιστοι μόνον από τους ολίγους έφθασαν εκείνο το καλοκαίρι στην Κρώμνη.
Την εποχή αυτή μεγάλη πείνα μάστιζε όλες τις περιοχές και προπάντων τις ορεινές, σε όσες, για κάποιο λόγο, είχαν χάσει τα γαλακτοφόρα ζώα τους. Τα θύματα από την πείνα αρκετά και τα επακόλουθα για την υγεία φοβερά. Στην Κρώμνη όμως αντεπεξήλθαν οι κάτοικοι με το άφθονο γάλα που είχαν και με τα πολλά χορταρικά που τους παρείχε η φύση πλουσιοπάροχα. Ούτε και η υγεία τους ποσώς εκλονίσθη.
Γρήγορα πέρασε το καλοκαίρι χωρίς καμιά εορταστική εκδήλωση, χωρίς κανένα πανηγύρι και το φθινόπωρο ακόμη περισσότερο ερημώθηκε το χωριό. Τον Νοέμβριο ενέσκυψε η γρίππη με πολλά θανατηφόρα κρούσματα, τα οποία παραδόξως σημειώθηκαν στους πέραν συνοικισμούς Αλχαζάντων, Φραγκάντων, Γεράντων.
Επίστευαν οι Κρωμναίοι ότι η διαγωγή τους αυτή Θα αφόπλιζε τους Τούρκους από κάθε βιοπραγία, αλλ’ υπήρχαν και τα στίφη των τζετέδων, εναντίον των οποίων έπρεπε να αμυνθούν. ‘Έτσι από τον Ιανουάριο του 1918 στην Κρώμνη και την Ίμερα οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες, που ανέλαβαν συστηματικά και συμφωνημένα την φρούρηση των δύο αυτών χωριών. Οι κάτοικοι του γειτονικού προς την Ίμερα χωριού, του Λερή, μη μπορώντας να αμύνωνται εναντίον των τσετέδων, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν πρόσφυγες στην Ίμερα.
Όταν τον Φεβρουάριο του 1918 όλος ο Ρωσικός στρατός έφυγε από την Τραπεζούντα, τα δύο χωριά, Ίμερα και Κρώμνη, ήταν έτοιμα να αντιτάξουν άμυνα σε κάθε εισβολή τσετέδων. Όταν ήλθε η είδηση ότι ο τουρκικός στρατός από την Αργυρούπολη έρχεται να ανακαταλάβει την Κρώμνη, οι οργανωμένες και οπλισμένες ομάδες με τον φόβο μήπως αντί τακτικού στρατού πρόκειται περί τζετέδων κατέλαβαν επικαίρους θέσεις, οι Κρωμναίοι στα στενά Τζουμπλακή- Γλούβενα και σι Ιμεραίοι μαζί με τους Λαρέτς πίσω απ’ αυτούς. Αλλ’ ο Αχ. Φιρτινίδης, που πάντοτε ενεργούσε ψύχραιμα και λογικά, ύστερα από αυτά τα μέτρα, ανεχώρησε από την Κρώμνη, για να ανταμώσει τα τουρκικά στρατεύματα, για να προλάβει κάθε ενδεχόμενο κακό. Πραγματικά κάτω στη Γιαγλή-Τερέ αντάμωσε το τουρκικό απόσπασμα, που είχε μαζί του και τον Γιάγκο τον Παλαμά, Κρωμναίον, κάτοικον Αργυρουπόλεως. Από αυτόν και από τον αξιωματικόν διεπίστωσε πως πρόκειται περί τακτικού στρατού και μάλιστα με πολύ καλές διαθέσεις για την Κρώμνη. Αμέσως βρήκε τρόπο και έστειλε απεσταλμένο στην Κρώμνη για να ειδοποιήσουν τις ένοπλες ομάδες, που φύλαγαν, να διαλυθούν και να αποκρύψουν τα όπλα τους.
Έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο άτομο αυτό οι οπλισμένοι διαλύθηκαν αμέσως και ύστερα από λίγες ώρες, όταν ο τουρκικός στρατός με τον Παλαμά και τον Φιρτίνον ήρθαν στην Κρώμνη, οι κάτοικοι τους υποδέχτηκαν φιλόφρονα και τους περιποιήθηκαν.
Οι στρατιώτες αυτοί, που ήλθαν στη Κρώμνη, όπως και όλος ο τουρκικός στρατός, που φύλαγε μέτωπο, ήταν πραγματικά ράκη. Σκελετωμένοι, ξυπόλυτοι. και γυμνοί έμοιαζαν σαν φαντάσματα, λιποτάκτες νεκροταφείου.
Παρέμειναν στη Κρώμνη 15 ημέρες. Εκεί οι Κρωμναίοι τους έντυσαν από αποθήκες Ρωσικές, τους καλοπεριποιήθηκαν και στο διάστημα των 15 ημερών συνήλθαν, πήραν άλλη όψη και όταν ήλθε διαταγή να φύγουν παρατεταγμένοι όλοι μαζί εζητωκραύγασαν: «γιασιασούν Κρωμ», ζήτω η Κρώμνη, απεχαιρέτησαν με ευγνωμοσύνη το χωριό και ανεχώρησαν.
Έτσι ξανάρχισε η τουρκική κατοχή. Αρχικώς έφθασε για τάξη και ασφάλεια, αλλά και για τον τύπο, ένας μόνον χωροφύλακας, που συμπεριφερόταν με πολλή ευγένεια και προσήνεια στους κατοίκους. Στις αρχές του καλοκαιριού εγκατεστάθηκε ο Μουτούρης Ουτσουντσόγλου Αχμέτ εφέντη, από αριστοκρατική οικογένεια της Άρδασας,γνωστός στους Κρωμναίους, γιατί και προ της Ρωσικής κατοχής εχρημάτισε Μουτήρης της Κρώμνης. Μαζί του έφθασε και δύναμη χωροφυλακής. Η ρωσική κατοχή, σαν μια παρένθεση, ξεχάστηκε και ξανάρχισε η προηγούμενη ζωή της τουρκικής κατοχής.
Οι Τούρκοι αρχικώς δεν είχαν κανένα λόγο να κακομεταχειρίζονται τους Κρωμναίους. Παντού και πάντοτε καθ’ όλον το διάστημα της ρωσικής κατοχής οι Κρωμναίοι έδειξαν μεγαλοψυχία σ’ αυτούς. Την καλωσύνη των Κρωμναίων την ανεγνώριζαν οι Τούρκοι. Έπειτα όσο εξακολουθούσε ο πόλεμος με την Άνταντ, η Τουρκία ήτο ένα ερείπιο και δεν είχε την δύναμη να επιβάλλεται όπως πρώτα, σαν κυρίαρχο κράτος, όπως εμφαίνεται από το παρακάτω περιστατικό.
Το Πατριαρχείον, με την ενίσχυση των Δυνάμεων της Αντάντ, που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, επροστάτευε αποτελεσματικά το Χριστιανικό στοιχείο. Με το προνόμιο αυτό η Μητρόπολις Χαλδίας εξαπέστειλε εγκύκλιο σ’ όλους τους αρχιερατικούς αντιπροσώπους να περιμαζέψουν τα ορφανά Χριστιανών, που τυχόν βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. Ο Μουτήρης Αχμέτ Εφέντη είχε σαν υπηρεσία ένα κοριτσάκι 15 ετών. Όταν έφθασε στη Κρώμνη η εγκύκλιος της Μητροπόλεως, αρχιερατικός Επίτροπος της Κρώμνης, αιδεσιμότατος Παπα-Κωνσταντίνος Ιωσηφίδης, ιερέας του Αγ. Γεωργίου της Ενορίας Σιαμανάντων μαζί με τον Αχ. Φιρτινίδη παρουσιάστηκαν στον Αχμέτ Εφέντη στις 7 Ιανουαρίου και του ανεκοίνωσαν τη διαταγή. Χωρίς καμιά αντίρρηση, χωρίς καμιά διαμαρτυρία ο Αχμέτ Εφέντη παρέδωσε το κορίτσι. Όνομα Παρθένα. Εκείνοι αμέσως το έφεραν στο Μοναστήρι της’Ιμερας Αγ. Ιωάννην και το παρέδωσαν στην ηγουμένισσαν. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Αχμέτ Εφέντη εξέφρασε στον γράφοντα, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια, το παράπονό του για την παραλαβή του μικρού κοριτσιού, που όπως έλεγε το είχε σαν παιδί του και χωρίς καμιά πρόθεση προσηλυτισμού στον Μωαμεθανισμό. Ουδέποτε εμνησικάκισε και ούτε αργότερα, όταν στο σύνολο οι Τούρκοι άλλαξαν διαθέσεις εναντίον των Ρωμιών, θέλησε να εκδικηθεί.
Οι ολίγοι Κρωμναίοι που παρέμειναν στην Τραπεζούντα οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Ρωσία δεν είχαν ούτε την διάθεση, αλλ’ ούτε και την οικονομική αντοχή να βγουν για παραθερισμό. Ελάχιστοι μόνον από τους ολίγους έφθασαν εκείνο το καλοκαίρι στην Κρώμνη.
Την εποχή αυτή μεγάλη πείνα μάστιζε όλες τις περιοχές και προπάντων τις ορεινές, σε όσες, για κάποιο λόγο, είχαν χάσει τα γαλακτοφόρα ζώα τους. Τα θύματα από την πείνα αρκετά και τα επακόλουθα για την υγεία φοβερά. Στην Κρώμνη όμως αντεπεξήλθαν οι κάτοικοι με το άφθονο γάλα που είχαν και με τα πολλά χορταρικά που τους παρείχε η φύση πλουσιοπάροχα. Ούτε και η υγεία τους ποσώς εκλονίσθη.
Γρήγορα πέρασε το καλοκαίρι χωρίς καμιά εορταστική εκδήλωση, χωρίς κανένα πανηγύρι και το φθινόπωρο ακόμη περισσότερο ερημώθηκε το χωριό. Τον Νοέμβριο ενέσκυψε η γρίππη με πολλά θανατηφόρα κρούσματα, τα οποία παραδόξως σημειώθηκαν στους πέραν συνοικισμούς Αλχαζάντων, Φραγκάντων, Γεράντων.
ΤΟ ΘΛΙΒΕΡΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ
Η περίοδος 1914-1924
είναι γεμάτη από γεγονότα θλιβερά, απαίσια, τραγικά. Η επιστράτευση, ο
οικονομικός μαρασμός, η δυστυχία, η πείνα, οι καταπιέσεις, οι διωγμοί, η σφαγή
των Αρμενίων, η συστηματική εξόντωση χιλιάδων συνανθρώπων είναι τα γνωρίσματα
της περιόδου αυτής, είναι ο χαρακτηρισμός της. Αιτιάματα κατά του δυνάστου, που
είναι κυρίαρχος του τόπου, όπου λαμβάνουν χώρα. Και όμως ο τόπος αυτός είναι
πατρίδα σου. Και η πατρίδα πάντα σου φαίνεται ωραία.
Δυο χώρες με απόλυτες αντιθέσεις στα φυσικά τους γνωρίσματα είναι εξίσου λατρευτές σε κείνους, που τις έχουν πατρίδα. Η Κρώμνη, με τους ολοκάθαρους ουρανούς και τις βαθειές χαράδρες, γίνεται αγαπητή στους κατοίκους και υμνείται και η Ματσούκα, τυλιγμένη μέσα στην ομίχλη και τριγυρισμένη με πυκνά δάση συγκινεί τον Ματσουκάτεν και δονεί την ψυχή του από ενθουσιασμό και υπερηφάνεια με τις ομορφιές της πατρίδος του.
Κι όταν αντιξοότητες γεννούν πίκρες και βάσανα, πάλιν γλυκειά είναι η πατρίδα κι αν είναι της μοίρας να την αφήνουν για πάντα, γεννάται στην ψυχή ο πόνος και ο μαρασμός και σφίγγει η νοσταλγία, που σε κάνει αδιάφορο μπρος σ’ όλα τα καλά του άλλου κόσμου. Δεν μιλάμε για την σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί ο υλισμός και δεν υπάρχουν τα ιδανικά με τα οποία εγαλουχήθηκαν και εμεγάλωσαν άλλες γεννεές. Μιλάμε για την εποχή εκείνη, που εκυριαρχούσαν τα αγνά ιδανικά, όπου ο άνθρωπος το πίστευε και το ένοιωθε ότι «πατρός τε και μητρός... τιμιότερον και αγιότερον η πατρίς»
Όσο και αν το πήραν οι Κρωμναίοι σαν τετελεσμένο γεγονός ότι αποχωρίζονται οριστικά την πατρίδα και περίμεναν την ημέρα της αναχωρήσεως, ζούσαν με την ευχή της απομακρύνσεως κατά το δυνατόν της ημέρας αυτής. Και πίστευαν ότι Θα ζούσαν στη πατρίδα τους ως την άνοιξη. Όλως όμως απρόοπτα την ημέρα των Θεοφανείων, αργά το βράδυ, ήρθε η είδηση πως μέσα σε δέκα πέντε μέρες Θα φύγουν όλοι οι Ρωμηοί για την Τραπεζούντα.
Ένα απόσπασμα τζανταρμάδων έφθασε στην Κρώμνη. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος, τσαούσης, ένας φανατικός και άγριος Τούρκος, είχε όλην την πρωτοβουλία για την εκτέλεση της διαταγής. Η παρουσία του Μουτήρη της Κρώμνης τον άφησε εντελώς αδιάφορο. Αυτός διέταξε κι αυτός εκτελούσε. Απαιτούσε την αυστηρή εφαρμογή της διαταγής μέσα στα χρονικά όρια που έταζε.
Δυο χώρες με απόλυτες αντιθέσεις στα φυσικά τους γνωρίσματα είναι εξίσου λατρευτές σε κείνους, που τις έχουν πατρίδα. Η Κρώμνη, με τους ολοκάθαρους ουρανούς και τις βαθειές χαράδρες, γίνεται αγαπητή στους κατοίκους και υμνείται και η Ματσούκα, τυλιγμένη μέσα στην ομίχλη και τριγυρισμένη με πυκνά δάση συγκινεί τον Ματσουκάτεν και δονεί την ψυχή του από ενθουσιασμό και υπερηφάνεια με τις ομορφιές της πατρίδος του.
Κι όταν αντιξοότητες γεννούν πίκρες και βάσανα, πάλιν γλυκειά είναι η πατρίδα κι αν είναι της μοίρας να την αφήνουν για πάντα, γεννάται στην ψυχή ο πόνος και ο μαρασμός και σφίγγει η νοσταλγία, που σε κάνει αδιάφορο μπρος σ’ όλα τα καλά του άλλου κόσμου. Δεν μιλάμε για την σημερινή εποχή, όπου κυριαρχεί ο υλισμός και δεν υπάρχουν τα ιδανικά με τα οποία εγαλουχήθηκαν και εμεγάλωσαν άλλες γεννεές. Μιλάμε για την εποχή εκείνη, που εκυριαρχούσαν τα αγνά ιδανικά, όπου ο άνθρωπος το πίστευε και το ένοιωθε ότι «πατρός τε και μητρός... τιμιότερον και αγιότερον η πατρίς»
Όσο και αν το πήραν οι Κρωμναίοι σαν τετελεσμένο γεγονός ότι αποχωρίζονται οριστικά την πατρίδα και περίμεναν την ημέρα της αναχωρήσεως, ζούσαν με την ευχή της απομακρύνσεως κατά το δυνατόν της ημέρας αυτής. Και πίστευαν ότι Θα ζούσαν στη πατρίδα τους ως την άνοιξη. Όλως όμως απρόοπτα την ημέρα των Θεοφανείων, αργά το βράδυ, ήρθε η είδηση πως μέσα σε δέκα πέντε μέρες Θα φύγουν όλοι οι Ρωμηοί για την Τραπεζούντα.
Ένα απόσπασμα τζανταρμάδων έφθασε στην Κρώμνη. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος, τσαούσης, ένας φανατικός και άγριος Τούρκος, είχε όλην την πρωτοβουλία για την εκτέλεση της διαταγής. Η παρουσία του Μουτήρη της Κρώμνης τον άφησε εντελώς αδιάφορο. Αυτός διέταξε κι αυτός εκτελούσε. Απαιτούσε την αυστηρή εφαρμογή της διαταγής μέσα στα χρονικά όρια που έταζε.
Ούτε μια μέρα αναβολή. Καταστρωμένο σχέδιο της εκκενώσεως του χωριού μέσα στην
καρδιά του χειμώνα, για να δυσχεραίνεται η μεταφορά των αποσκευών και των
αγελάδων και να γίνουν αυτά βορά των καραδοκούντων Τούρκων. Και για να
επισπευθεί η αναχώρηση των εκδιωμένων κατέφθασαν στην Κρώμνη και την Ίμερα
πολλοί Τούρκοι αγωγιάτες για τη μεταφορά. Οι Ιμεραίoι το πήραν απόφαση και δεν
εχρονοτρίβησαν. Στο διάστημα των οκτώ ημερών ετοιμάστηκαν και την 1η Ιανουαρίου
του 1924 η Ίμερα εξεκενώθη. Οι κάτοικοι αποχαιρέτησαν την πατρίδα
τους, την νοικοκυρεμένη Ίμερα, με τις στολισμένες εκκλησίες, άφησαν φρουρό τον
Αγιάννην. Το μοναστήρι, και μέσω Πέντε Εκκλησιών - Άρδασας - Ζύγανας -
Χαμψί-Κιοi - Τζεβιζλίκ έφθασαν στην Τραπεζούντα, όπου στεγάστηκαν προσωρινά,
άλλοι στο Μετόχι κι άλλοι σε σπίτια.
Οι Κρωμναίoι επίστευαν ότι, παρά την άρνηση του αποσπασματάρχη, αν ενεργούσαν, ήτο δυνατόν να παραμείνουν ως την άνοιξη και να φύγουν τότε μέσω Λαραχανής, για να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αποσκευές και κυρίως να μεταφέρουν τις αγελάδες των, που πάντοτε στα δύσκολα αυτά τελευταία χρόνια υπήρξαν η σωτηρία τους.
Ανεχώρησε αμέσως ο Αχιλλεύς Φιρτινίδης στην Άρδασα. Και κατόρθωσε μεν να αποσπάσει διαταγή από τον καϊμακάμη για να ανασταλεί η αναχώρηση και ο αποσπασμαρτάρχης με θυμούς και βρισιές ανεχώρησε αμέσως, αλλ’ ύστερα από λίγες μέρες ήρθε νέα διαταγή άμέσου αναχωρήσεως των Κρωμναίων. Οι ίδιοι οι αγωγιάτες που μετέφεραν τους Ιμεραίους και άλλοι ακόμη κατέφθασαν.
Τώρα και οι Κρωμναίοι το πήραν απόφαση. Δεν Πρόκειται πια να παρακαλέσουν. Θα φύγουν. Και ετοιμάζονται χωρίς χρονοτριβή.
Την 3Ιην Ιανουαρίου ο γράφων κατέβηκε στις Πέντε Εκκλησίες, σ’ έναν Τούρκον, φίλον του θείου του, του Αχιλ. Φιρτινίδη, για να ετοιμάσει κατάλυμα, για την οικογένειά τους. Επέστρεψε προς τα ξημερώματα πάλι προς την Κρώμνη, όπου πρόλαβε κοντά στα Ζεμπερέκια όλο το καραβάνι του χωριού, που έφευγαν οριστικά από την Κρώμνην και που την άφηναν για πάντα και δεν Θα την ξανάβλεπαν. Πίσω από όλους, τελευταίος ερχόταν ο Αχιλλεύς Φιρτινίδης. Ο γράφων στάθηκε μαζί του για λίγα λεπτά, ενώ το καραβάνι συνέχιζε τον δρόμο, έριξε για τελευταία φορά τη ματιά του στα κάτασπρα βουνά της Κρώμνης, ατένισε τον καταγάλανο ουρανό, έστειλε τον τελευταίο χαιρετισμό στο χωριό και αμίλητος ακολούθησε τους συγχωριανούς, που άφηναν τις προγονικές εστίες με την απόφαση και την ελπίδα να φθάσουν στη μεγάλη Πατρίδα, να δημιουργήσουν καινούργιες εστίες και να ζήσουν ελεύθεροι, χωρίς άγχος, χωρίς φόβους και καρδιοκτύπια.
Η Κρώμνη έσβησε, δεν υπάρχει πια. Εκεί που επί πολλές εκατονταετηρίδες σφριγούσε η ζωή, τώρα απλώθηκε απέραντη ερημιά και σιωπή. Και μόνον όταν Θα περνούν από κει διαβάτες για πολλά χρόνια Θα θυμούνται πως εκεί κάποτε ανθούσε ένα χωριό, που ήτο ξακουστό σε όλον τον Πόντον σε Ρωμιούς και Τούρκους και που ζούσε με τόση ελευθερία, ώστε κατέκτησε τον κατακτητή και οι Τούρκοι του χάρισαν την επωνυμίαν «Κιουτσούκ Τιουνανιστάν».
Οι Κρωμναίoι επίστευαν ότι, παρά την άρνηση του αποσπασματάρχη, αν ενεργούσαν, ήτο δυνατόν να παραμείνουν ως την άνοιξη και να φύγουν τότε μέσω Λαραχανής, για να αποκομίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αποσκευές και κυρίως να μεταφέρουν τις αγελάδες των, που πάντοτε στα δύσκολα αυτά τελευταία χρόνια υπήρξαν η σωτηρία τους.
Ανεχώρησε αμέσως ο Αχιλλεύς Φιρτινίδης στην Άρδασα. Και κατόρθωσε μεν να αποσπάσει διαταγή από τον καϊμακάμη για να ανασταλεί η αναχώρηση και ο αποσπασμαρτάρχης με θυμούς και βρισιές ανεχώρησε αμέσως, αλλ’ ύστερα από λίγες μέρες ήρθε νέα διαταγή άμέσου αναχωρήσεως των Κρωμναίων. Οι ίδιοι οι αγωγιάτες που μετέφεραν τους Ιμεραίους και άλλοι ακόμη κατέφθασαν.
Τώρα και οι Κρωμναίοι το πήραν απόφαση. Δεν Πρόκειται πια να παρακαλέσουν. Θα φύγουν. Και ετοιμάζονται χωρίς χρονοτριβή.
Την 3Ιην Ιανουαρίου ο γράφων κατέβηκε στις Πέντε Εκκλησίες, σ’ έναν Τούρκον, φίλον του θείου του, του Αχιλ. Φιρτινίδη, για να ετοιμάσει κατάλυμα, για την οικογένειά τους. Επέστρεψε προς τα ξημερώματα πάλι προς την Κρώμνη, όπου πρόλαβε κοντά στα Ζεμπερέκια όλο το καραβάνι του χωριού, που έφευγαν οριστικά από την Κρώμνην και που την άφηναν για πάντα και δεν Θα την ξανάβλεπαν. Πίσω από όλους, τελευταίος ερχόταν ο Αχιλλεύς Φιρτινίδης. Ο γράφων στάθηκε μαζί του για λίγα λεπτά, ενώ το καραβάνι συνέχιζε τον δρόμο, έριξε για τελευταία φορά τη ματιά του στα κάτασπρα βουνά της Κρώμνης, ατένισε τον καταγάλανο ουρανό, έστειλε τον τελευταίο χαιρετισμό στο χωριό και αμίλητος ακολούθησε τους συγχωριανούς, που άφηναν τις προγονικές εστίες με την απόφαση και την ελπίδα να φθάσουν στη μεγάλη Πατρίδα, να δημιουργήσουν καινούργιες εστίες και να ζήσουν ελεύθεροι, χωρίς άγχος, χωρίς φόβους και καρδιοκτύπια.
Η Κρώμνη έσβησε, δεν υπάρχει πια. Εκεί που επί πολλές εκατονταετηρίδες σφριγούσε η ζωή, τώρα απλώθηκε απέραντη ερημιά και σιωπή. Και μόνον όταν Θα περνούν από κει διαβάτες για πολλά χρόνια Θα θυμούνται πως εκεί κάποτε ανθούσε ένα χωριό, που ήτο ξακουστό σε όλον τον Πόντον σε Ρωμιούς και Τούρκους και που ζούσε με τόση ελευθερία, ώστε κατέκτησε τον κατακτητή και οι Τούρκοι του χάρισαν την επωνυμίαν «Κιουτσούκ Τιουνανιστάν».
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ
ΤΗΣ ΚΡΩΜΝΗΣ
Η αραίωση του πληθυσμού ήταν γενική για όλη
την Κρώμνη και εξακολουθούσε να συνεχίζεται και μετά το 1917.
Την εποχή της ανταλλαγής, σε όλην την Κρώμνην δεν απέμειναν ούτε εκατό οικογένειες. Και είναι οι οικογένειες που ένοιωσαν πιο έντονα τον πόνο του χωρισμού της χαμένης πατρίδας. Αυτές είδαν τα συντρίμμια της καταστροφής των εστιών, που δημιούργησαν γενεές γενεών επί πολλές εκατονταετηρίδες. Είναι αυτές που με σπαραγμό στην καρδιά αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά τα βουνά και τα λαγκάδια, τον καταγάλανο ουρανό και τα χιονισμένα εκείνην την εποχή χωράφια, είναι αυτές που έχυσαν το ζεστό τους δάκρυ πάνω στους τάφους των προγόνων τους, που εφίλησαν το κατώφλι του σπιτιού τους που σταυρακοπήθηκαν στο τελευταίο αντίκρυσμα των ερημωθεισών εκκλησιών, είναι αυτές που πήραν τον πόνο του χωρισμού και τον έφεραν μαζί τους, για να μένει ανίατη νοσταλγία στις ψυχές και να τις συνοδέψει ως την τελευταία πνοή τους.
Στην Τραπεζούντα βρήκαν λίγες ακόμη οικογένειες Κρωμναίων, στις οποίες μετέφεραν τον σπαρακτικό χαιρετισμό της χαμένης πατρίδος και μετέδωκαν την θλίψη και οδύνη του παντοτεινού αποχαιρετισμού.
Στην Τραπεζούντα συστήθηκε προσωρινά Επιτροπή Ανταλλαγής. Έργον της επιτροπής αυτής ήταν να καταγράψει σε καταστάσεις κατά χωριά και κατά κατηγορίας (ά,΄β και ΄γ) ανάλογα με την οικονομική αντοχή όλους τους Έλληνες, που εγκατέλειψαν τις εστίες των και συγκεντρώθηκαν στην Τραπεζούντα, για να αναχωρήσουν από εκεί για την οριστική τους εγκατάσταση στην Ελλάδα. Έτσι η επιτροπή προετοίμαζε το έργο του Υπουργείου Προνοίας της Ελλάδας, που απέστειλε πλοία προς παραλαβή των προσφύγων. Στις καταστάσεις αυτές της επιτροπής μόλις 110 οικογένειες Κρωμναίων καταγράφηκαν, αυτές που κατέβηκαν από την Κρώμνη και σε άλλες που βρίσκονταν στην Τραπεζούντα. Όλοι οι λοιποί Κρωμναίοι κατήλθαν στην Ελλάδα κατ’ ευθείαν από την Ρωσία, όπου είχαν καταφύγει καθ’ όλον το διάστημα από το 1878, ακολούθως από το 1900 και προ πάντων από το 1917. Στην Ελλάδα οι Κρωμναίοι σε κανένα μέρος δεν εσχημάτισαν αμιγή Κρωμναίον «Κρωμέτκον» συνοικισμόν, αλλά διεσπάρησαν παντού, περισσότερον από κάθε άλλο χωριό του Πόντου. Μονάχα στην Καλαμαριά εγκατεστάθηκαν αρκετές οικογένειες Κρωμναίων, γι’ αυτό και στην Καλαμαριά διεσώθηκαν ως τώρα ήθη και έθιμα της Πατρίδος. Και μόνον αυτού στις εκδηλώσεις της ζωής νοιώθεις ατμόσφαιρα καθαρώς Κρωμέτικη. Και στη Δράμα ιδρύθηκε ωραία κηπούπολη με το όνομα «Νέα Κρώμνη» αλλά λίγες οικογένειες Κρωμναίων εγκατεστάθηκαν εκεί.
Την εποχή της ανταλλαγής, σε όλην την Κρώμνην δεν απέμειναν ούτε εκατό οικογένειες. Και είναι οι οικογένειες που ένοιωσαν πιο έντονα τον πόνο του χωρισμού της χαμένης πατρίδας. Αυτές είδαν τα συντρίμμια της καταστροφής των εστιών, που δημιούργησαν γενεές γενεών επί πολλές εκατονταετηρίδες. Είναι αυτές που με σπαραγμό στην καρδιά αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά τα βουνά και τα λαγκάδια, τον καταγάλανο ουρανό και τα χιονισμένα εκείνην την εποχή χωράφια, είναι αυτές που έχυσαν το ζεστό τους δάκρυ πάνω στους τάφους των προγόνων τους, που εφίλησαν το κατώφλι του σπιτιού τους που σταυρακοπήθηκαν στο τελευταίο αντίκρυσμα των ερημωθεισών εκκλησιών, είναι αυτές που πήραν τον πόνο του χωρισμού και τον έφεραν μαζί τους, για να μένει ανίατη νοσταλγία στις ψυχές και να τις συνοδέψει ως την τελευταία πνοή τους.
Στην Τραπεζούντα βρήκαν λίγες ακόμη οικογένειες Κρωμναίων, στις οποίες μετέφεραν τον σπαρακτικό χαιρετισμό της χαμένης πατρίδος και μετέδωκαν την θλίψη και οδύνη του παντοτεινού αποχαιρετισμού.
Στην Τραπεζούντα συστήθηκε προσωρινά Επιτροπή Ανταλλαγής. Έργον της επιτροπής αυτής ήταν να καταγράψει σε καταστάσεις κατά χωριά και κατά κατηγορίας (ά,΄β και ΄γ) ανάλογα με την οικονομική αντοχή όλους τους Έλληνες, που εγκατέλειψαν τις εστίες των και συγκεντρώθηκαν στην Τραπεζούντα, για να αναχωρήσουν από εκεί για την οριστική τους εγκατάσταση στην Ελλάδα. Έτσι η επιτροπή προετοίμαζε το έργο του Υπουργείου Προνοίας της Ελλάδας, που απέστειλε πλοία προς παραλαβή των προσφύγων. Στις καταστάσεις αυτές της επιτροπής μόλις 110 οικογένειες Κρωμναίων καταγράφηκαν, αυτές που κατέβηκαν από την Κρώμνη και σε άλλες που βρίσκονταν στην Τραπεζούντα. Όλοι οι λοιποί Κρωμναίοι κατήλθαν στην Ελλάδα κατ’ ευθείαν από την Ρωσία, όπου είχαν καταφύγει καθ’ όλον το διάστημα από το 1878, ακολούθως από το 1900 και προ πάντων από το 1917. Στην Ελλάδα οι Κρωμναίοι σε κανένα μέρος δεν εσχημάτισαν αμιγή Κρωμναίον «Κρωμέτκον» συνοικισμόν, αλλά διεσπάρησαν παντού, περισσότερον από κάθε άλλο χωριό του Πόντου. Μονάχα στην Καλαμαριά εγκατεστάθηκαν αρκετές οικογένειες Κρωμναίων, γι’ αυτό και στην Καλαμαριά διεσώθηκαν ως τώρα ήθη και έθιμα της Πατρίδος. Και μόνον αυτού στις εκδηλώσεις της ζωής νοιώθεις ατμόσφαιρα καθαρώς Κρωμέτικη. Και στη Δράμα ιδρύθηκε ωραία κηπούπολη με το όνομα «Νέα Κρώμνη» αλλά λίγες οικογένειες Κρωμναίων εγκατεστάθηκαν εκεί.
ΚΡΩΜΝΗ
Αυτή ήταν η Κρώμνη με τις εννέα
ενορίες της και τους συνοικισμούς της, το χιλιοτραγουδημένο χωριό του Πόντου,
που ξεχώριζε απ’ όλα τα άλλα χωριά, όχι μόνο για το υπέροχο κλίμα του με τα
κρύα νερά του, τον καταγάλανο ουρανό, που μάγευε εκείνον που ήξερε να τον
παρατηρεί, με τα θαυμαστά τοπία του, που έκαναν τον επισκέπτη να περιπίπτει από
θαυμασμό σε έκταση, αλλά και για τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, που ίσως μόνο αυτό
το χωριό παρουσίαζε. Να είναι δηλαδή η ζωή μια συνεχής απόλαυση, ένα παντοτεινό
γλέντι, γιατί όσο κι’ αν ο Τούρκος εξουσίαζε τον τόπον, η σκλαβιά ήταν
ανύπαρκτη κι’ ένας μυρωμένος αέρας εθνικής Ελευθεριάς εδρόσιζε και ζωογονούσε
πάντα που ήθελε να περάσει αμέριμνα ένα καλοκαίρι στον τόπο εκείνο, όπου ο
κατακτητής άθελά του ένοιωθε επάνω του την άσκηση μιας μαγικής δυνάμεως, για
την αφαίρεση της εξουσίας και ένοιωθε ακόμη την ενσυνείδητη παρά την επιθυμία
του παραχώρηση ελευθερίας, εθνικής Ελληνικής Ελευθερίας στους ανθρώπους,
που από σκλάβοι γίνονταν εξουσιαστές της επιΘυμίας των. Ένοιωθαν οι
Τούρκοι πως άλλος αγέρας φυσούσε στα βουνά της Κρώμνης, άλλο πνεύμα
επικρατεί, άλλη ζωή υπάρχει, ζωή αδούλωτη και υπερήφανη. Και αναγκάζονταν
χωρίς να θέλουν να απομακρύνουν από μέσα τους την σκέψη, να ονομάζουν το μέρος,
όπου αδελφωμένοι με τους Ρωμιούς, τους Γκιαούρηδες διασκέδαζαν
«Κουτζιούκ Τιουνανιστάν», δηλ. Μικρή Ελλάδα.
Οι Ρωμιοί της Κρώμνης, που προ του Χάττι-χουμαγιούν, σαν Τούρκοι, κρυφοί Χριστιανοί εξουσίαζαν όλη την περιοχή και μετά το διάταγμα αυτό, πρώτοι είχαν την τόλμη να ομολογήσουν τον αληθινό τους Εθνισμό και την αληθινή τους Θρησκεία, δεν έχασαν τον αγέρωχο και υπερήφανο χαρακτήρα τους, αλλ’ εξακολούθησαν να τον διατηρήσουν και σαν Ρωμιοί και να ασκούν επιρροή σ’ εκείνους, που είχαν το δικαίωμα της ασκήσεως εξουσίας. Μέσα στη πρώτη δεκαετία του 2Οου αιώνα η Κρώμνη μόνον τυπικά αποτελούσε εξάρτημα του Τουρκικού Κράτους. Ουσιαστικά ήταν ένα κομμάτι της Ελεύθερης Ελλάδος, αποκομμένο και απονομωμένο μέσα στα άγρια εκείνα βουνά του Πόντου, όπου κάθε εκδήλωση της ζωής ήταν Ελληνική. Ούτε ένας Τούρκος κάτοικος της Κρώμνης. Οι γυναίκες και τα παιδιά μόνον την Ελληνοποντιακή γλώσσα μιλούσαν και Τουρκικά όχι μόνον δεν ήξεραν, αλλά και θεωρούσαν την εκμάΘησή τους Εθνική προδοσία και μόνον, όταν ενηλικιώνοντο και έμπαιναν στη βιοπάλη της ζωής αναγκάζονταν να μάθουν τα Τουρκικά. Στα σχολεία επικρατούσε απόλυτα Ελληνικό πνεύμα και στα γλέντια και τις διασκεδάσεις αντηχούσαν τα τραγούδια της Ελληνικής Λεβεντιάς και του Παύλου Μελά.
Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, όχι μόνον οι Κρωμναίοι, αλλά και οι παραθεριστές απόλαυαν την ελευθερία, που ονειρεύονταν. Ζούσαν κι’ αυτοί ένα καλοκαίρι ξένοιαστη ζωή, γι’ αυτό η Κρώμνη, και για το υπέροχο κλίμα της, ήταν το καλύτερο θέρετρον του Πόντου κι’ αν δεν μεσολαβούσαν τα δραματικά γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που μετέβαλε σε συντρίμμια τα δημιουργήματα ολοκλήρων χιλιοετηρίδων, η Κρώμνη Θα γινόταν ονομαστό θέρετρον παγκοσμίου φήμης. Τώρα όλα αυτά είναι ερείπια, χαλάσματα φρικτά, που κάνουν το επισκέπτη να τα ατενίζει με θλίψη και οδύνη, αλλά και με δικαιολογημένη απορία, πως τέτοια μεγαλειώδης ζωή έσβησε και απλώθηκε τόση ερήμωση. Και είναι πραγματικά απέραντη η ερήμωση της Κρώμνης, όπως την μαρτυρούν φωτογραφίες του 1961, που κάνουν τις καρδιές εκείνων, που έζησαν εκεί, να ραγίζουν από πόνο και νοσταλγία.
Οι Ρωμιοί της Κρώμνης, που προ του Χάττι-χουμαγιούν, σαν Τούρκοι, κρυφοί Χριστιανοί εξουσίαζαν όλη την περιοχή και μετά το διάταγμα αυτό, πρώτοι είχαν την τόλμη να ομολογήσουν τον αληθινό τους Εθνισμό και την αληθινή τους Θρησκεία, δεν έχασαν τον αγέρωχο και υπερήφανο χαρακτήρα τους, αλλ’ εξακολούθησαν να τον διατηρήσουν και σαν Ρωμιοί και να ασκούν επιρροή σ’ εκείνους, που είχαν το δικαίωμα της ασκήσεως εξουσίας. Μέσα στη πρώτη δεκαετία του 2Οου αιώνα η Κρώμνη μόνον τυπικά αποτελούσε εξάρτημα του Τουρκικού Κράτους. Ουσιαστικά ήταν ένα κομμάτι της Ελεύθερης Ελλάδος, αποκομμένο και απονομωμένο μέσα στα άγρια εκείνα βουνά του Πόντου, όπου κάθε εκδήλωση της ζωής ήταν Ελληνική. Ούτε ένας Τούρκος κάτοικος της Κρώμνης. Οι γυναίκες και τα παιδιά μόνον την Ελληνοποντιακή γλώσσα μιλούσαν και Τουρκικά όχι μόνον δεν ήξεραν, αλλά και θεωρούσαν την εκμάΘησή τους Εθνική προδοσία και μόνον, όταν ενηλικιώνοντο και έμπαιναν στη βιοπάλη της ζωής αναγκάζονταν να μάθουν τα Τουρκικά. Στα σχολεία επικρατούσε απόλυτα Ελληνικό πνεύμα και στα γλέντια και τις διασκεδάσεις αντηχούσαν τα τραγούδια της Ελληνικής Λεβεντιάς και του Παύλου Μελά.
Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, όχι μόνον οι Κρωμναίοι, αλλά και οι παραθεριστές απόλαυαν την ελευθερία, που ονειρεύονταν. Ζούσαν κι’ αυτοί ένα καλοκαίρι ξένοιαστη ζωή, γι’ αυτό η Κρώμνη, και για το υπέροχο κλίμα της, ήταν το καλύτερο θέρετρον του Πόντου κι’ αν δεν μεσολαβούσαν τα δραματικά γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που μετέβαλε σε συντρίμμια τα δημιουργήματα ολοκλήρων χιλιοετηρίδων, η Κρώμνη Θα γινόταν ονομαστό θέρετρον παγκοσμίου φήμης. Τώρα όλα αυτά είναι ερείπια, χαλάσματα φρικτά, που κάνουν το επισκέπτη να τα ατενίζει με θλίψη και οδύνη, αλλά και με δικαιολογημένη απορία, πως τέτοια μεγαλειώδης ζωή έσβησε και απλώθηκε τόση ερήμωση. Και είναι πραγματικά απέραντη η ερήμωση της Κρώμνης, όπως την μαρτυρούν φωτογραφίες του 1961, που κάνουν τις καρδιές εκείνων, που έζησαν εκεί, να ραγίζουν από πόνο και νοσταλγία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου