Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Πληροφορίες για την Αγροτική Οικιστική Αρχιτεκτονική του Πόντου (από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)

Πόντος (Οθωμανική Περίοδος), Αγροτική Οικιστική Αρχιτεκτονική
1. Ο ιστορικός και γεωγραφικός περίγυρος

Ο αγροτικός χώρος και η κατοικία στον Πόντο,1 με έμφαση στις περιφέρειες Τραπεζούντας και Αργυρούπολης, ανήκουν πλέον στην παράδοση. Πρόκειται δηλαδή για αναφορές του παρελθόντος σε σχέση με ένα ιστορικό παρόν του οποίου ασφαλώς σήμερα έχει διακοπεί η συνέχεια. Η σταδιακή εγκατάλειψη του χώρου αναφοράς μας κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, η οποία ολοκληρώνεται με την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και την αναγκαστική Έξοδο του 1922, σηματοδοτεί τη χρονική τομή της συνέχειας του ιστορικού παρόντος.

Η χρονική αφετηρία στο παρελθόν, διαφορετική κατά περιοχή και όχι πάντα σαφώς προσδιορισμένη, εξαρτάται κατά περίπτωση από τους ενδογενείς αλλά και τους εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν την εικόνα του τόπου. Η τελευταία διαμορφώνεται σε επίπεδο μικροκλίμακας και μακροκλίμακας του χώρου με τη μορφή που εμείς σήμερα διερευνούμε, σταδιακά και με αργές διαδικασίες εξέλιξης, στο χρονικό διάστημα από το 15ο έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή την περίοδο και για το συγκεκριμένο χώρο υπήρχαν αυξημένες επιρροές στην πληθυσμιακή συγκέντρωση και τη χωρική συμπύκνωση. Τη βασική παράμετρο για την πληθυσμιακή εξέλιξη αποτέλεσαν τα ισχύοντα για την περιοχή έρευνας προνόμια διοίκησης και φορολόγησης, καθώς και οι ιδιαίτερες συνθήκες αυτοδιαχείρισης του χώρου. Τα τελευταία λειτούργησαν και ως ισχυρότατα κίνητρα για τη μετεγκατάσταση πληθυσμών στις μεταλλοφόρες περιοχές του ηπειρωτικού Πόντου.



Ως ένα επιπλέον συγκριτικό πλεονέκτημα θα θεωρήσουμε τη συγκέντρωση στην περιοχή αυτή σημαντικών μοναστηριακών συγκροτημάτων, τα οποία εξαιτίας των παραχωρηθέντων σε αυτά προνομίων από το οθωμανικό κράτος ισχυροποιούσαν την παρουσία τους, αλλά και τη θέση των εξαρτώμενων από αυτά ορεινών οικισμών, δημιουργώντας συνθήκες αύξησης της πληθυσμιακής συγκέντρωσης.
Συμπληρωματικά προς τα προηγούμενα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, ως εξίσου ισχυρό κριτήριο πληθυσμιακής συγκέντρωσης και χωρικής συμπύκνωσης σε αυτή θα αναφέρουμε την ιδιαίτερη οικονομική σημασία του βασικού οδικού εμπορικού άξονα, ο οποίος περνώντας από την Αργυρούπολη συνέδεε την Τραπεζούντα και τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου με το εσωτερικό της λοιπής Ασίας (Περσία, Ινδία).
Κυρίως λόγοι διαχρονικής κοινωνικής μετεξέλιξης, που είναι συναρτημένοι άμεσα με τα ιστορικά δρώμενα και τις οικονομικές παραμέτρους, όπως αυτές διαφοροποιήθηκαν, καθόρισαν τις συνθήκες διαμόρφωσης της εικόνας των αγροτικών οικισμών, επιβάλλοντας μια σχετική ποικιλία τύπων και παραλλαγών όσον αφορά την αρχιτεκτονική σύνθεση των κατοικιών. Με βασική κατεύθυνση την εξυπηρέτηση των αναγκών, οι τελευταίες υλοποιήθηκαν με μια σχετική ομοιομορφία απόδοσης.

Σε επίπεδο οργάνωσης του χώρου, στους ορεινούς αυτούς οικισμούς παρατηρούνται συνθήκες ηθελημένης απομόνωσης, εσωστρεφούς κοινωνικής και οικονομικής διάρθρωσης, περιορισμένης εποχικής επικοινωνίας με μεγαλύτερα οικονομικά και διοικητικά κέντρα τοπικής, περιφερειακής ή υπερτοπικής εμβέλειας, καθώς και μια επιδιωκόμενη ενδογενής πολιτισμική (κοινωνική) και διοικητική αυτάρκεια.
Τα ιστορικά γεγονότα του 19ου αιώνα –Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 1829 και του 1877-1978– και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις στο ίδιο διάστημα –1839: Χάτι Σερίφ του Γκιουλ Χανέ και 1856: Χάτι Χουμαγιούν, Σύνταγμα του 1876, Σύνταγμα Νεοτούρκων 1909– κυρίως λόγω της επέκτασης των προνομιακών παραχωρήσεων σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, επηρέασαν μακροσκοπικά την εικόνα του αγροτικού χώρου, όχι όμως περισσότερο από αυτή του αστικού. Ιδιαίτερα αισθητές για τη συγκεκριμένη περιοχή οι κοινωνικές και οι δημογραφικές ανακατατάξεις, εξαιτίας των συχνότατων μεταναστευτικών κινήσεων, επηρέασαν μάλλον την κλίμακα του δομημένου περιβάλλοντος (εγκατάλειψη ή συρρίκνωση οικισμών ή και επέκταση άλλων) και όχι τόσο την επικρατούσα τυπολογία των αγροτικών κατοικιών.
Εξάλλου, η επιτόπια έρευνα και οι καταγραμμένες προφορικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τις αργές διαδικασίες μεταλλαγής των αρχετύπων. Κοινή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι ο αρχικός τύπος επιβιώνει με ελάχιστες παραλλαγές έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το ισόγειο μονόχωρο (αρχέτυπο) και το ισόγειο δίχωρο αγροτικό σπίτι αποτελούν τα βασικότερα και συχνότερα απαντώμενα είδη κατοικιών στις περιφέρειες που μελετούμε. Η εξέλιξη από το ισόγειο μονόχωρο στο διώροφο σπίτι προκύπτει ως λειτουργική επέκταση ή διαφοροποίηση του κοινωνικού status των κατοίκων. Η ομοιογένεια των αγροτικών αυτών οικισμών ως προς την επικράτηση συγκεκριμένων τύπων κατοικιών ή παραλλαγών τους –όσον αφορά την κτηριολογική οργάνωση, το είδος του κατασκευαστικού συστήματος ή την εξωτερική και εσωτερική αισθητική των κτισμάτων– μαρτυρεί επιπλέον και τη σχετική κοινωνική ομοιομορφία των οικισμών στο διάστημα που μελετούμε.

2. H εικόνα του χώρου στην περιοχή αναφοράς

Η εικόνα των οικισμών στις περιφέρειες αυτές του μεσόγειου Πόντου διαμορφώθηκε και παρέμεινε, με τη μορφή που εμφανίζεται κατά την περίοδο την οποία ερευνούμε, μετά τον εποικισμό των περισσότερων από τους οικισμούς για λόγους βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών διαβίωσης και κοινωνικής και διοικητικής απεξάρτησής τους από το κέντρο. Το πληθυσμιακό μέγεθος αυτών των οικισμών, συσχετισμένο πάντοτε με τους λόγους ίδρυσης ή χωρικής επέκτασής τους, συνήθως ποικίλλει ανάλογα και με την απόστασή τους από το διοικητικό ή το οικονομικό κέντρο από το οποίο είναι εξαρτημένοι. Ωστόσο, ορισμένοι οικισμοί, οι οποίοι από την αρχή της δημιουργίας τους διατήρησαν απαράλλαχτη τη μορφή της αγροτικής τους οικονομίας έως τα μέσα του 19ου αιώνα (δευτερογενής παραγωγή / εξορυκτικές δραστηριότητες μεταλλείων), παρουσιάζουν –εξαιτίας των πληθυσμιακών μετακινήσεων– αισθητές αυξομειώσεις πληθυσμιακού μεγέθους, όχι όμως και διαφοροποίηση της χωρικής τους οργάνωσης. Όσον αφορά την τελευταία παρατήρηση, τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν στους λόγους επιλογής της αρχικής τους χωροθέτησης. Συνήθως οι λόγοι αυτοί, ως ανάγκες, δε μεταλλάσσονται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς στις παραδοσιακές κοινωνίες.
Εξάλλου, τα κριτήρια για την οικιστική διάρθρωση του χώρου και την αρχιτεκτονική οργάνωση, όπως αυτά άμεσα συναρτώνται και με τις ισχύουσες ιστορικές παραμέτρους της περιόδου που εξετάζουμε, έχουν σχέση:

α) με τα φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου: Ορεινά και δυσπρόσιτα μέρη τα οποία επιτρέπουν και την επιβεβλημένη, λόγω γενικότερων συνθηκών, φυσική οχύρωση των οικισμών και των κτισμάτων.

β) με τον οικονομικό χαρακτήρα της περιοχής: Ιδιαίτερα μετά την παρακμή των μεταλλείων και τον περιορισμό των σχετικών προνομίων, οπότε η πρωτογενής αγροτική οικονομία της περιοχής επαρκεί μόνο για την αυτοσυντήρηση των οικισμών και κατά μέγιστο βαθμό υποστηρίζεται από την αύξηση του τοπικού εισοδήματος λόγω των μεταναστεύσεων.

γ) με την κοινωνική δομή του οικισμού: Η διάρθρωση των χωριών σε μαχαλάδες ακολουθεί εθνολογικές, φυλετικές ή οικογενειακές παραμέτρους (οι μαχαλάδες είναι γνωστοί συνήθως και ως σόια).
Τα παραπάνω έχουν άμεση συνέπεια την εσωστρεφή οργάνωση των αγροτικών αυτών οικισμών και την πρωτολειακή δομή τους (πολεοδομική και αρχιτεκτονική), αφού ο «προσωρινός» τους χαρακτήρας είναι ευδιάκριτος και οι λόγοι εγκατάλειψής τους αναμενόμενοι. Είναι γνωστό ότι η αναζήτηση βέλτιστων συνθηκών οικονομίας και ασφαλέστερης διαβίωσης οδήγησαν, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και ανάλογα με την περιοχή, σε περιορισμένες ή ομαδικές μεταναστεύσεις, ιδιαίτερα από την περιοχή της Αργυρούπολης προς το Άκνταγμαντεν, την Κωνσταντινούποληή τη Ρωσία.

Η χωρική οργάνωση αυτών των οικισμών είναι συνήθως συνεκτική και ακολουθεί μάλλον γραμμική διάταξη. Ελάχιστα τα βοηθητικά ή συμπληρωματικά προσκτίσματα της κατοικίας, περιορισμένοι έως και ανύπαρκτοι οι ελεύθεροι χώροι μαρτυρούν, παράλληλα με τον εσωστρεφή χαρακτήρα του ορεινού αγροτικού ποντιακού χώρου, και μια ιδιαίτερη φροντίδα για την «κατ’ οικονομία» οργάνωση των οικισμών. Οι κατοικίες, σχεδόν πάντα ισόγειες μονόχωρες ή συχνότερα δίχωρες, δωματοσκέπαστες ως επί το πλείστον, λιτές ως προς την εξωτερική τους μορφή, με τα ελάχιστα ως προς τον αριθμό και το μέγεθος φωτιστικά ανοίγματα, μορφολογικά εντελώς εναρμονισμένες με τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου, σχεδόν ενσωματωμένες στη γη, χωρίς περιφραγμένη αυλή γύρω τους, χτισμένες σε μικρή απόσταση η μία από την άλλη, δε μαρτυρούν –εξωτερικά τουλάχιστον– ιδιαίτερα αξιόλογη αισθητική παρουσία. Η μόνη διαφοροποίηση, η οποία πιθανόν προκύπτει ως προς το μέγεθος ή την εξωτερική αισθητική σε περιορισμένο αριθμό κατοικιών μέσα στον ίδιο αγροτικό οικισμό (διώροφες κατοικίες), αποκαλύπτει και την κοινωνική διαστρωμάτωση, η οποία έως ένα βαθμό ήταν υπαρκτή, μη εμφανής ωστόσο, λόγω της εξωτερικής ομοιομορφίας των κτισμάτων.

Η μορφή του εσωτερικού χώρου, απόλυτα εναρμονισμένη με την εσωτερική λειτουργική οργάνωση των κατοικιών, ενδιαφέρουσα ως αρχιτεκτονική σύνθεση, το ίδιο λιτή με την εξωτερική της μορφή, με αναλογίες ευχάριστες, δημιουργεί το αίσθημα της απόλυτης εξοικείωσης και ισορροπίας του ανθρώπου με το χώρο όπου κατοικεί.
Μια αναλυτική προσέγγιση του αντικειμένου έρευνας, κατ’ αρχάς μέσα από μια μακροσκοπική θεώρηση της αρχιτεκτονικής του ευρύτερου αγροτικού χώρου στον ιστορικό Πόντο, μπορεί να οδηγήσει σε συστηματοποίηση βάσει της παραδοχής των φυσικών χαρακτηριστικών του αγροτικού χώρου ως ενδεικτικού κριτηρίου διαμόρφωσης ζωνών. Οι κατοικίες εντάσσονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:

α) αγροτική κατοικία της ζώνης των παραλίων

β) αγροτική κατοικία της ζώνης της ηπειρωτικής ενδοχώρας

γ) αγροτική κατοικία των οροπεδίων

Η διάκριση αυτή στις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών κατοικιών ακολουθεί την αντίστοιχη διαίρεση του δεδομένου γεωγραφικού χώρου σε τρεις βασικές κλιματικές ζώνες. Αποδεχόμενοι αυτή τη διάκριση στις τρεις παραπάνω κατηγορίες αγροτικών κατοικιών, παρατηρούμε ότι και τα συμπληρωματικά κτίσματα (ως συνοδευτικά ή βοηθητικά της κατοικίας) ομοίως διαφοροποιούνται ως είδος, μέγεθος κι αριθμός, αναλόγως προς την κάθε κατηγορία.

Οι βασικές διαφορές μεταξύ των κατηγοριών αυτών εντοπίζονται σε επίπεδο:

α) κτηριολογικής οργάνωσης (ή λειτουργικής δομής των χώρων της κατοικίας)

β) κατασκευαστικού συστήματος
3. Αρχιτεκτονική της αγροτικής κατοικίας στα παράλια

Οι αγροτικές κατοικίες της ζώνης των παραλίων είναι κυρίως διώροφες και συνοδεύονται από αρκετά βοηθητικά προσκτίσματα. Σε επίπεδο λειτουργικής οργάνωσης συνήθως ακολουθούν τα πρότυπα των αγροτικών κατοικιών με στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο. Οι βοηθητικές αυτές λειτουργίες διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της τοπικής παραγωγής, ενώ η κυρίως κατοικία διαμορφώνεται βάσει της κοινωνικής δομής της οικογένειας. Είναι πρόδηλο ότι τόσο η λειτουργική οργάνωση της κυρίως κατοικίας όσο και ο εσωτερικός εξοπλισμός της επηρεάζονται και από εξωγενείς διαμορφωτικούς παράγοντες. Οι τελευταίοι είναι συναφείς με την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού των παράλιων αγροτικών οικισμών –μικτή κατά περίπτωση– καθώς και με τη δυνατότητα εξωγενών πολιτισμικών επιδράσεων από τον ευρύτερο χωρικό περίγυρο (εντός και εκτός Πόντου). Οι παράλιοι αγροτικοί οικισμοί του Πόντου, λόγω γεωγραφικής θέσης, είναι περισσότερο επηρεασμένοι από αυτές.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση των αγροτικών κατοικιών των παραλίων, σε σχέση με εκείνες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια. Η τελευταία εκφράζεται, κυρίως, με το μέγεθος και τον αριθμό των φωτιστικών ανοιγμάτων ή με την ύπαρξη ηλιακών ή εξωστών σε αυτές, καθώς και με την ύπαρξη αυλής και βοηθητικών προσκτισμάτων της κατοικίας. Τα τελευταία, κατά κύριο λόγο, ερμηνεύονται με βάση την αγροτική οικονομία του τόπου. Η εξωστρέφεια, εξάλλου, στην αρχιτεκτονική σύνθεση θα μπορούσε να αποδοθεί εκτός από τα σχετικά ηπιότερα κλιματικά δεδομένα και στις ομαλότερες συνθήκες ασφάλειας και αμυντικής οργάνωσης των οικισμών αυτών, εξαιτίας και της μεικτής πληθυσμιακής σύνθεσης σε αρκετούς από αυτούς. Η μορφολογική έκφραση στην αγροτική αρχιτεκτονική των παράλιων οικισμών του Πόντου προκύπτει ως αποτέλεσμα της χρήσης των τοπικών δομικών υλικών και μιας αισθητικής με βάση την ιδιοσυγκρασία του τοπικού πληθυσμού.
Από το Ρίζαιο έως τη Σινώπη, σε όλο το μήκος του παραλιακού άξονα, οι κατοικίες των αγροτικών οικισμών, χωροθετημένων κατά μήκος μικρών ποταμών ή ρεμάτων που εκβάλλουν στον Εύξεινο Πόντο, σε συνήθως μικρή απόσταση από την ακτή, σε ομαλές σχετικά εκτάσεις, έχουν τις όψεις με τα περισσότερα ανοίγματα στραμμένες προς την πλευρά του νερού. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της κατοικίας γίνεται σε συνάρτηση και με τη θέση του οδικού άξονα ως προς αυτήν.

Ανεξάρτητα από το υλικό δομής, που ποικίλλει κατά περιοχή, γενικότερα στην περιοχή του παραλιακού άξονα, από τη Σαμψούντα μέχρι το Ρίζαιο, παρατηρείται το ίδιο κατασκευαστικό σύστημα με μικρές τοπικές παραλλαγές. Το είδος της οικίας που επικρατεί είναι η διώροφη κατοικία με κεκλιμένη στέγη. Η φέρουσα εξωτερική τοιχοποιία του ισογείου είναι σχεδόν πάντα λιθοδομή, συχνά από λαξευτή πέτρα της περιοχής με ενδιάμεσο συνδετικό κονίαμα ασβέστη και άμμο και σπανιότερα με εξωτερικό επίχρισμα. Ο όροφος, όπως προαναφέρθηκε, χτίζεται με ελαφρότερη τοιχοποιία κατά το σύστημα “catma dolumu”.

Πρόκειται για μικτή κατασκευή, αποτελούμενη από ξύλινο κατακόρυφο δικτύωμα με πλήρωση των διάκενών του, με διαφορετικό κατά περίπτωση και κατά τόπους υλικό (ωμές πλίνθους, λαξευμένους ή μορφοποιημένους λίθους, μερικές φορές και με απλό κονίαμα).
Συχνά, το ξύλινο δικτύωμα της τοιχοποιίας του ορόφου διαμορφώνεται σε κανονικό γεωμετρικό κάνναβο, ο οποίος μετά τη συμπλήρωση των διάκενων αποτελεί τη μορφολογημένη επιφάνεια της όψης. Αυτή, όπως και στο ισόγειο, εξωτερικά παραμένει χωρίς επίχρισμα. Τις περισσότερες φορές, η τοιχοποιία της λιθοδομής του ισογείου συνεχίζεται και στον όροφο, στις δύο πλευρικές όψεις του κτίσματος, αυτές στις οποίες ανοίγονται και τα λιγότερα παράθυρα. Το όλο κτίσμα καλύπτεται με κεκλιμένη κεραμοσκεπή στέγη, η οποία στηρίζεται στους φέροντες εξωτερικούς τοίχους και σε κάποιο εσωτερικό λίθινο ή ξύλινο υποστύλωμα, το «στουλάρ». Αρχικά η επικάλυψη της στέγης γινόταν με τα «χαρτώματα»: λεπτές ξύλινες πλάκες προερχόμενες από το φλοιό κωνοφόρων συνήθως δένδρων.
Η εσωτερική διάταξη των χώρων ακολουθεί τα πρότυπα της οργάνωσης των διώροφων αγροτικών κατοικιών με στέγαση βοηθητικών λειτουργιών στο ισόγειο και κυρίως κατοικία στον όροφο. Οι βοηθητικές αυτές λειτουργίες διαφοροποιούνται ανάλογα και με το είδος της τοπικής παραγωγής. Προφανώς, η διώροφη αυτή κατοικία αποτελεί την εξέλιξη πρωτογενούς μορφής κατοικίας, η οποία αρχικά θα συγκέντρωνε τις βοηθητικές αγροτικές λειτουργίες και τις πρωταρχικές οικιακές χρήσεις (ύπνο, φαγητό, φιλοξενία) σε ένα μόνο όροφο.
Εξάλλου, η επέκταση πολλών αγροτικών ασχολιών σε άλλα βοηθητικά προσκτίσματα (όπως ξηραντήριο, αποθήκη καρπών, στάβλος κ.ά.), που βρίσκονται μέσα στα όρια της ίδιας αυλής, αποτελεί μια μετεξέλιξη της διώροφης κατοικίας των παραλίων. Οι λόγοι αυτής της απομάκρυνσης των βοηθητικών χώρων από τον αρχικό πυρήνα της κατοικίας ποικίλλουν: αύξηση των μελών της οικογένειας, έλλειψη κινδύνου για ληστρικές επιδρομές –άρα μείωση των αρχικών αναγκών άμυνας–, αύξηση του όγκου ή αλλαγή στο είδος της παραγωγής είναι μερικές από τις προφανείς αιτίες αυτού του φαινομένου.

Εκτός όμως από τα βοηθητικά αυτά προσκτίσματα της αγροτικής κατοικίας, το ισόγειο αυτών των κατοικιών δεν παύει να αποτελεί –ανάλογα με τη μορφή της αγροτικής οικονομίας της περιοχής– χώρο αποθήκευσης γεννημάτων ή στάβλο ή αποθήκη γενικότερα ή ακόμη, σε ορισμένες παράκτιες περιοχές, είδος νεωρίου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πλευρά του σπιτιού που βρίσκεται προς την ακτή στο κάτω μέρος δεν κλείνεται με τοιχοποιία, αλλά με κινητά ξύλινα πετάσματα, που επιτρέπουν τη μετακίνηση του σκάφους από και προς το νερό. Το ισόγειο, όταν δε λειτουργεί ως νεώριο (οπότε έχει λειτουργικό ύψος περί τα 4,0-5,0 μέτρα) αλλά ως αποθηκευτικός χώρος (με ύψος περί τα 2,5-3,0 μέτρα), συνήθως στεγάζει και όλες τις λοιπές λειτουργίες της κατοικίας, εκτός από αυτές του ύπνου και της φιλοξενίας.
Εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγεί σε καταπακτή («καταρράχτες») συνδέει το ισόγειο με τον όροφο (την κυρίως κατοικία). Σε πολλές περιοχές του παραλιακού άξονα σήμερα παρατηρούμε και εξωτερική επικοινωνία των δύο επιπέδων με εξωτερική σκάλα. Πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη. Η σκάλα στον όροφο καταλήγει εσωτερικά στον κεντρικό χώρο cardah ή «οσπίτ’» ή «τη τσαγί η κάμαρα» ή «οτζάκ οντασί»: Πρόκειται για χώρο συγκέντρωσης της οικογένειας εκτός των ωρών αγροτικής εργασίας. Απέναντι από τη σκάλα και σε γραμμική διάταξη συνήθως βρίσκονται:

α) Το δωμάτιο του ζεύγους με υπερυψωμένο συνήθως ένα τμήμα του δαπέδου (περίπου κατά 15-30 εκατοστά του μέτρου). Εκεί ήταν και ο χώρος του ύπνου.

β) Το κελάρι (χώρος αποθήκευσης ξηρών καρπών και σιτηρών που προορίζονταν για χρήση από την οικογένεια).

γ) Το «μισαφίρ οντασί», δωμάτιο φιλοξενίας.
Εκτός όμως από το βασικό κτίσμα της κατοικίας, υπήρχαν σε άμεση γειτνίαση με αυτό και άλλα βοηθητικά κτίσματα –όπως προαναφέρθηκε– που στέγαζαν διάφορες αγροτικές ασχολίες της οικογένειας.

Σύντομα θα αναφέρουμε:

α) Το «αμπάρ’», κλειστή ξύλινη διώροφη, συνήθως, κατασκευή, υπερυψωμένη από το έδαφος. Συνήθως εδράζεται σε 4 ξύλινους πασσάλους και προορίζεται ως επί το πλείστον για αποθήκευση δημητριακών. Στο «αμπάρ’» η πρόσβαση γίνεται από μικρό άνοιγμα που συνήθως βρίσκεται στο ύψος του δεύτερου επιπέδου και έχει διαστάσεις περίπου 0,60x1,00 μέτρο. Σε αυτό ανεβαίνει κανείς με τη βοήθεια φορητής ξύλινης σκάλας, η οποία απομακρύνεται μετά για λόγους ασφάλειας.

β) Το «ξεραντέρ’», για την ξήρανση καρπών, καπνού ή φύλλων τσαγιού (κυρίως στην περιοχή του Ρίζαιου) είναι κι αυτό ξύλινη (σανιδωτή ή κλαδόπλεχτη) κατασκευή δύο ή τριών, πολλές φορές, επιπέδων (π.χ. στην περιοχή της Τόνγιας) αναλόγως με την ποικιλία της γεωργικής παραγωγής. Υπερυψωμένη κι αυτή η κατασκευή από το έδαφος πάνω σε ξύλινους ή λίθινους πασσάλους, άλλοτε δε στηριγμένη πάνω σε πέτρινη βάση ύψους 1,00-1,50 μέτρου, το «ξεραντέρ’», συγκριτικά με το «αμπάρ’», δεν είναι κλειστό σε όλα του τα επίπεδα, αλλά μόνο στο κατώτερο. Είναι δε εκείνο που συνήθως προορίζεται για ξήρανση φύλλων τσαγιού ή καπνού.

γ) Το «φουρούν ταμού» (ή δώμα του φούρνου): Υπόστεγος χώρος, όπου εκτός από το φούρνο συγκεντρώνονταν και άλλες υπαίθριες οικιακές ασχολίες.

δ) Η «μασίνα»: Υπόστεγο όπου φυλάγονταν κυρίως τα κατεργασμένα (πασταλιασμένα) καπνά.
4. Αρχιτεκτονική της κατοικίας της ηπειρωτικής ενδοχώρας

Στην ηπειρωτική ενδοχώρα, οι αγροτικές κατοικίες στην πλειονότητά τους είναι ισόγειες και σπανίως διώροφες, με ενσωματωμένες τις περισσότερες βοηθητικές λειτουργίες –ελάχιστες ως προς τον αριθμό– στο ίδιο το βασικό τους κτίσμα. Σαφώς διαφέρουν από εκείνες των παραλίων ως προς τη λειτουργική οργάνωση, το κατασκευαστικό σύστημα και την αρχιτεκτονική σύνθεση. Ωστόσο, στην ηπειρωτική ενδοχώρα του Πόντου υπάρχουν αγροτικές περιοχές όπου οι ιδιάζουσες κλιματικές συνθήκες και η ανάλογη γεωμορφολογία επιβάλλουν την επικράτηση των διώροφων κατοικιών με κάλυψη αμφικλινούς στέγης (π.χ. χωριά της Σάντας). Στην κατοικία της ηπειρωτικής ενδοχώρας η λειτουργική οργάνωση –συγκρινόμενη με την αντίστοιχη των παραλίων– ακολουθεί μάλλον πρωτογενή πρότυπα (συνύπαρξης ανθρώπων, ζώων και βοηθητικών χρήσεων στο ίδιο κέλυφος). Ανάλογα δε με τις εκάστοτε ισχύουσες, κατά περιοχή, συνθήκες (γεωμορφολογίας και κλίματος, τοπικής οικονομίας, κοινωνικής σύνθεσης, ασφάλειας και φυσικής οχύρωσης) παρατηρούμε τους επικρατούντες τύπους κατοικιών και τις παραλλαγές τους.

Αρχιτεκτονικές ιδιοτυπίες, όπως οι συνενωμένες υπό κοινό δώμα ισόγειες κατοικίες (τύπος «αδελφικού») ή η αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του «κρυφού δωματίου» στις κατοικίες των κρυπτοχριστιανών ερμηνεύονται συνήθως με βάση την υλική και πνευματική δομή της οικογένειας. Η ελαχιστοποίηση των φωτιστικών ανοιγμάτων –ως προς τον αριθμό και το μέγεθος– στις κατοικίες της ηπειρωτικής ενδοχώρας, που οφειλόταν όχι μόνο στις κλιματικές συνθήκες, αλλά και είχε και αμυντικό χαρακτήρα, οδήγησε στην κατασκευή του εκφορικού φεγγίτη οροφής («δρανίου»). Η διαφοροποιημένη τοπική οικονομία της περιοχής σε σχέση με αυτήν των παραλίων (περιορισμένη γεωργία και κτηνοτροφία, στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των τοπικών και μόνο αναγκών) οδήγησε σε μικρό αριθμό συνοδευτικών προσκτισμάτων συναφών με την πρωτογενή παραγωγή και σε ενσωμάτωση των περισσότερων βοηθητικών λειτουργιών σε αυτήν της κυρίως κατοικίας.
Όσο απομακρυνόμαστε από τα παράλια και οδεύουμε προς το εσωτερικό της χώρας του Πόντου, το τοπίο αρχίζει να αλλάζει. Λίγο μετά την Αργυρούπολη, στα υψώματα της Άρδασας και στην περιοχή της Ιμέρας, της Κρώμνης, του Σταυρίου, η βλάστηση ελαττώνεται σημαντικά, το κλίμα γίνεται ψυχρό και ξηρό, το έδαφος βραχώδες και άγονο, παρόλο που το διαρρέουν τακτικά υδάτινα ρέματα. Εδώ, σε αυτή την περιοχή, απαντούμε τα μικρά, δωματοσκέπαστα, εξολοκλήρου πετρόκτιστα με πωρόλιθο κτίσματα, πλατυμέτωπα και μακρινάρια, μονώροφα ως επί το πλείστον και σπανιότερα διώροφα. Βρίσκονται τοποθετημένα με την πλατιά συνήθως πλευρά τους παράλληλη προς τις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους και διατηρώντας την πίσω πλευρά τους συχνά λαξευμένη μέσα στο έδαφος (που τις πιο πολλές φορές είναι βραχώδες). Βεβαίως, στις περιοχές όπου ο πωρόλιθος σπανίζει (όπως αυτή της Άρδασας) δε λείπουν και τα πλινθόκτιστα κτίσματα κατοικιών με ενδιάμεσες ξυλοδεσιές που προέρχονται από τα ελάχιστα δένδρα της περιοχής. Αυτά τα τελευταία συνήθως σοβατίζονται εξωτερικά με ασβεστοκονίαμα μόνο στην κύρια όψη, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, τα εντελώς λιθόκτιστα, που παραμένουν εξωτερικά εντελώς ανεπίχριστα. Ωστόσο, υπάρχουν και δωματοσκέπαστες κατοικίες που συνδυάζουν μικτή τοιχοποιία πέτρας και πλίνθου με ενδιάμεσους οριζόντιους, κατακόρυφους και διαγώνιους ξύλινους συνδέσμους. Αυτές τις συναντούμε πιο τακτικά στην ηπειρωτική ενδοχώρα του κεντρικού Πόντου: στις αγροτικές περιοχές Νικοπόλεως και Κολωνείας και κατά μήκος του Λύκου ποταμού.

Σε πολλές περιοχές, επίσης, παρατηρούμε συνένωση δύο ή περισσότερων ισόγειων δωματοσκέπαστων κατοικιών υπό κοινό δώμα κατά τη στενή τους πλευρά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «αδελφικά». Από μια πρώτη διερεύνηση της τυπολογικής εξέλιξης των κατοικιών διαφαίνεται ότι η πρωταρχική φάση αυτού του τύπου ήταν μάλλον ο αρχικός μονόχωρος πυρήνας χωρίς καθόλου –ή με μικροσκοπικά– ανοίγματα, εκτός από αυτό της πόρτας της εισόδου και του φεγγίτη οροφής («δρανίν»). Αρχικά επρόκειτο για χώρο κοινής διαβίωσης ανθρώπων και ζώων. Η κάλυψή του γινόταν από την αρχή με το ίδιο οριζόντιο δώμα χωμάτινης επικάλυψης. Στη συνέχεια, στη μία από τις τέσσερις πλευρές του αρχικού χώρου προστέθηκε και δεύτερος, το «σεκίν», υπερυψωμένος κατά 3-4 βαθμίδες σε σχέση με τον αρχικό πυρήνα, θολοσκέπαστος τις πιο πολλές φορές, με καπνοδόχο («ποχορίκ») στο κέντρο του θόλου. Έτσι προέκυψε ο πρώτος διαχωρισμός του χώρου των ανθρώπων από εκείνο των ζώων: το «σεκίν» για τους ανθρώπους, το «αγιάτ» –που ήταν και ο αρχικός πυρήνας– για τα ζώα. Αργότερα, πίσω από τους δύο αρχικούς χώρους «σεκίν» και «αγιάτ» προστέθηκε και τρίτος, ο οποίος είχε πρόσβαση από το «αγιάτ», ονομαζόταν «μεσοχάμ» ή «γερεβίν», αποτελούσε το χώρο της κύριας κατοικίας και φωτιζόταν από την οροφή με το «δρανίν». Η θέρμανση του χώρου γινόταν με το «κλιβεάν»: κυλινδρικό βαρέλι, τοποθετημένο κατά 3/4 του ύψους του μέσα στο έδαφος και κατά το 1/4 πάνω από αυτό. Μέσα σε αυτό έκαιγαν θερμαντική ύλη – συνήθως ξύλα, αποξηραμένη κόπρο («κουσκούρεα»), άχυρα κ.λπ.• τοποθετώντας τα στρώματα πάνω στο χωμάτινο ή πλακοστρωμένο δάπεδο γύρω από την εστία, ζέσταιναν το βράδυ τα πόδια τους.

Αυτό το τελικό σχήμα λειτουργικής οργάνωσης της κάτοψης «αγιάτ» – «σεκίν» – «μεσοχάμ», ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, όπως αυτές ίσχυαν κατά περιοχή, κατέληξε σε διάφορες τυπολογικές παραλλαγές. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παραλλαγών του ίδιου βασικού τύπου, τα κτίσματα στα οποία αναφερόμαστε είναι ως επί το πλείστον μονώροφα, με κάλυψη οριζόντιου χωμάτινου δώματος. Αυτό το τελευταίο κυλινδριζόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα με πέτρινο κύλινδρο, το «κυλίντρ’», ώστε να είναι συμπαγές. Στο μέσο του δώματος υπήρχε πάντοτε το άνοιγμα του φωτιστικού φεγγίτη κατασκευασμένο εκφορικά.

Στη συνέχεια και με την εξέλιξη της αγροτικής κατοικίας, στους αρχικούς βασικούς χώρους της προστίθενται και άλλοι βοηθητικοί. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση, ιδίως στις κατοικίες της Χαλδίας, στην Ιμέρα, την Κρώμνη ή στο Σταυρίν, κατείχε το «κρυφό δωμάτιο» –συνήθως πίσω από το κελάρι– ως χώρος προσευχής των κρυπτοχριστιανών. Εκεί ήταν συγκεντρωμένα όλα τα σύμβολα της χριστιανικής λατρείας. Σε πολλές περιοχές, ιδίως στις ενορίες της Κρώμνης, ο χώρος αυτός ήταν συνήθως υπόγειος και επικοινωνούσε μέσω ξύλινης καταπακτής με το ισόγειο. Με δεύτερη είσοδο στο ίδιο επίπεδο μπορούσε να επικοινωνήσει με αντίστοιχο χώρο άλλης κατοικίας. Οι τοίχοι του «κρυφού δωματίου» συνήθως δεν έφεραν εσωτερικά κανένα ιδιαίτερο μόνιμο διάκοσμο και σπάνια διακοσμούνταν με λαϊκότροπες αγιογραφίες.
Εκτός όμως από τις ισόγειες δωματοσκέπαστες κατασκευές αγροτικών κατοικιών στην ηπειρωτική ενδοχώρα, υπάρχουν και οι διώροφες, συχνά δε και τριώροφες αντίστοιχες. Στις διώροφες το ισόγειο χρησιμοποιείται για αποθηκευτικές και άλλες βοηθητικές λειτουργίες της οικογένειας, ενώ ο όροφος αποτελεί την κυρίως κατοικία με τους χώρους διαβίωσης, ύπνου και φιλοξενίας.
Στον αγροτικό αυτό χώρο της ορεινής ηπειρωτικής ενδοχώρας, οι διώροφες κατοικίες συνήθως αποτελούν την εξαίρεση, εκτός από ορισμένους οικισμούς, όπως για παράδειγμα εκείνοι της επτάκωμης Σάντας, όπου η επικράτηση αυτού του είδους κατοικίας, που είναι επιβεβλημένη κυρίως από ενδογενείς-τοπικές παραμέτρους, επέτρεψε τη δημιουργία οικιστικών συνόλων με ιδιαίτερα (κοινά) τυπολογικά γνωρίσματα. Τα αίτια που οδηγούν στην κατασκευή των διώροφων αγροτικών σπιτιών είναι σαφώς διαφορετικά για κάθε περιοχή. Η επικράτηση των ισόγειων κατοικιών στους περισσότερους από τους οικισμούς αναφοράς μας και η επιλεκτική παρουσία των διώροφων είναι μάλλον αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής σε έναν δεδομένο ιστορικό-γεωγραφικό περίγυρο με ορισμένες κατ’ εξαίρεση διαφοροποιήσεις, κυρίως του κοινωνικού και οικονομικού status.

Το διώροφο σπίτι, όταν εμφανίζεται περιστασιακά στους αγροτικούς οικισμούς της περιοχής αναφοράς μας, προκύπτει: α) είτε ως μετεξέλιξη του αρχικού ισόγειου σπιτιού, οπότε η εσωτερική λειτουργική δομή του μπορεί να είναι συμπληρωματική της ήδη υπάρχουσας, αλλά και πλήρης μετασκευή της αρχικής, β) είτε ως εξαρχής αυτοτελής κατασκευή, επηρεασμένη περισσότερο απ’ ό,τι η προηγούμενη περίπτωση από εξωγενείς πολιτισμικούς παράγοντες και από αστικά πρότυπα. Πρόκειται για τις κατοικίες που χτίζονται κυρίως από περιστασιακούς κατοίκους του συγκεκριμένου αγροτικού χώρου. Κατασκευάζονται μάλλον ως κατοικίες εποχικής χρήσης, κυρίως θερινής διαμονής.
Η τακτική εμφάνιση, ωστόσο, διώροφων κατοικιών στα χωριά της Σάντας και σε ορισμένους ακόμη από τους ορεινούς μεσόγειους αυτούς αγροτικούς οικισμούς (π.χ. Αυλίαινα, Άε-Φωκάς), οφειλόμενη, όπως προαναφέραμε, σε καθαρά ενδογενείς παραμέτρους (τοπικές κλιματικές συνθήκες, γεωμορφολογία της περιοχής), μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε σε αυτούς τους οικισμούς την επικράτηση ενός συγκεκριμένου τύπου διώροφης κατοικίας.
Οι κατοικίες στην ενδοχώρα του Πόντου, ισόγειες ή διώροφες, χτίζονται συνήθως με πέτρα, υπόλευκο πωρόλιθο («σπογγίτα»), ο οποίος λαξεύεται εύκολα και είναι ανθεκτικός στις καιρικές συνθήκες. Αυτή η πέτρα κυρίως χρησιμοποιείται στα μεσόγεια ορεινά χωριά της Αργυρούπολης και της Τραπεζούντας.

Ειδικά στην περιοχή της Χαλδίας, εκτός από τους εξωτερικούς τοίχους, στη φέρουσα κατασκευή συμμετέχουν ως στατικοί φορείς και τα ενδιάμεσα εσωτερικά λίθινα τόξα. Με αυτά, εκτός άλλων, επιτυγχάνεται και ο λειτουργικός διαχωρισμός του εσωτερικού χώρου της κατοικίας σε διάφορες ενότητες. Το τόξο, ως χαρακτηριστικό κατασκευαστικό αλλά και μορφολογικό στοιχείο της περιοχής, συναντάται εσωτερικά εκτός άλλων στην πλαισίωση της εστίας, αλλά και εξωτερικά ως υπέρθυρο της εισόδου ή των παραθύρων.

Χαρακτηριστικός επίσης είναι και ο τρόπος κατασκευής του δώματος στις αγροτικές αυτές κατοικίες. Τη βασική φέρουσα κατασκευή του αποτελούν οριζόντια ξύλινα δοκάρια (τα «δόκεα»). Αυτά στηρίζονται πάνω στους εξωτερικούς φέροντες τοίχους, αλλά και στα εσωτερικά πέτρινα τόξα ή στο κεντρικό υποστύλωμα, το «βασιλοστούλαρο». Πάνω στα «δόκεα» εδράζονται τα «μαρτάκεα» –ξύλινα δοκάρια μικρότερης διατομής– και στη συνέχεια πάνω στα «μαρτάκεα» τα «πλακία», δηλαδή λίθινες πλάκες για την τελική επίστρωση πάνω σε αυτές του ασβεστοπυριτοχώματος («κατακάρ’»). Το δώμα είναι σχετικά υπερυψωμένο στις άκρες του. Οι «σεμερλεμέδες» (ακραίες λίθινες πλάκες σε προεξοχή) βοηθούν στην καλή απορροή των όμβριων υδάτων. Στο μέσο του επίπεδου δώματος και πάνω από το χώρο της κυρίως κατοικίας κατασκευάζεται εκφορικά φωτιστικός φεγγίτης, το «δρανίν», άλλοτε με ξύλινα δοκάρια και άλλοτε με λίθινες πλάκες. Ο φεγγίτης εσωτερικά κλείνει με ξύλινο κάλυμμα, το «κουκούλ».

Συγκριτικά με τις αγροτικές κατοικίες των παραλίων, στις αντίστοιχες της ηπειρωτικής ενδοχώρας τα βοηθητικά προσκτίσματα είναι ελάχιστα ως προς τον αριθμό και το μέγεθος και συχνά ενσωματωμένα στην κυρίως κατοικία. Σε αυτό συντείνει και η αγροτική οικονομία των περιοχών αυτών, ως επί το πλείστον κτηνοτροφική και μάλιστα περιορισμένης κλίμακας.

5. Αρχιτεκτονική της αγροτικής κατοικίας των οροπεδίων

Στη ζώνη των οροπεδίων του Πόντου οι καλύβες των «παρχαρίων», ως κτίσματα εποχικής χρήσης και συγκεκριμένης λειτουργίας, πληρούν τις λειτουργικές και κατασκευαστικές προϋποθέσεις μιας χρονικά περιορισμένης και υπό όρους διαβίωσης. Πρόκειται για την εξυπηρέτηση των κτηνοτρόφων που ανεβαίνουν με τα κοπάδια τους στις περιοχές των υψιπέδων καθ’ όλη τη διάρκεια της καλοκαιρίας από τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο.

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει επίπεδο σύγκρισης αυτής της κατηγορίας αγροτικών κατοικιών με τις δύο προηγούμενες. Η απλή εσωτερική τους οργάνωση εξυπηρετεί τις στοιχειώδεις ανάγκες μιας νομαδικής διαβίωσης. Ο προθάλαμος ή «κατώι», μέσω του οποίου καταλήγει κανείς στο «κυρίως σπίτι», βρίσκεται συνήθως σε χαμηλότερη στάθμη από το τελευταίο (κατά 30-50 εκατοστά). Σε αυτό το χώρο αποθήκευαν τα ξύλα ή τα τρόφιμα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για τους μήνες της διαμονής στο «παρχάρ’». Το μαγειρείο («χανέκα») αποτελεί τμήμα της αποθήκης-προθαλάμου και συχνά είναι σαφώς διαχωρισμένο από αυτήν με ελαφρά ξύλινη κατασκευή.

Το τζάκι, κατασκευασμένο συνήθως στο χώρο της κουζίνας, πρωτίστως εξυπηρετεί το μαγείρεμα και σε δεύτερη χρήση τη συνολική θέρμανση του χώρου. Το κυρίως σπίτι από τον υπόλοιπο εσωτερικό χώρο της καλύβας σπάνια χωρίζεται με τοίχο ή άλλη ανάλογη κατασκευή. Ως επί το πλείστον, ο εσωτερικός χώρος αυτής της προσωρινής κατοικίας των βοσκοτόπων λειτουργούσε ως ενότητα και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ενοίκων στην απλούστερη δυνατή μορφή τους.

Η κατασκευή των ισόγειων αυτών κτισμάτων είναι λιτή και σε αντιστοιχία με την απλή λειτουργική τους οργάνωση: η εξωτερική τοιχοποιία είναι μικτή αργολιθοδομή στη βάση και τους πλευρικούς τοίχους, ενώ η μπροστά και η πίσω όψη διαμορφώνεται με μπαγδατί ή με ξύλινες καρφωτές σανίδες. Το ύψος των κτισμάτων αυτών δεν ξεπερνά στο εσωτερικό τα 2,50 μέτρα. Η κάλυψή τους συνήθως γίνεται με κεκλιμένη στέγη που φέρει επικάλυψη με «χαρτώματα». Ανοίγματα φωτιστικά, εκτός από αυτό της εισόδου της καλύβας, δεν υπάρχουν. Το δάπεδο παντού είναι χώμα καλά συμπιεσμένο, μόνο στο «κυρίως σπίτι» συχνά συναντούμε ξύλινη –σανιδωτή– επικάλυψη.

Οι καλύβες των «παρχαρίων» ήταν οργανωμένες σε μικρές οικιστικές ενότητες. Η δική μας αυτοψία δεν κατάφερε να το επιβεβαιώσει αυτό, αφού ελάχιστες σώζονται σήμερα και ο αρχικά οριοθετημένος χώρος γύρω από την καθεμιά έχει σχεδόν καταστραφεί. Οι γραπτές μαρτυρίες μάς πληροφορούν ότι «κάθε καλύβα είχε περιτοίχωμα στην αυλή για τα ζώα. Κάθε ομάδα καλυβιών, άκρη άκρη, είχε άλλο, μεγαλύτερο περιτοίχισμα για τα μικρά ζώα και καλύβα για τον κοινοτικό τσοπάνο (πιαριά). Τόσο η καλύβα όσο και η πιαριά ήταν του συνόλου, κοινοτικά, και προσφέρονταν στον τσοπάνο που προσλαμβανόταν για το χωριό».2

________________________________________

1. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Γαβρά, Ε., Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο από τον 19ο αι. έως τις αρχές του 20ού. Ορεινοί οικισμοί στις περιοχές Αργυρούπολης και Τραπεζούντας (Θεσσαλονίκη 1998), όπου και εκτενής βιβλιογραφία.
2. Ιωαννίδης, Σ., «Τα παρχάρια της Μούζενας», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σελ. 203.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου