Γράφει ο Παναγιώτης Μωυσιάδης
πηγή: e-ptolemeos.gr/
Η οικογένεια αποτελούσε για τους Ρωμιούς τον θεμέλιο λίθο της ζωής, του πολιτισμού και της ιστορίας τους. Η κάθε οικογενειακή φωτογραφία απαθανάτιζε τον αρχηγό ( τέτε) με τα μέλη της οικογένειάς του. Αυτό έκανε και ο καλός οικογενειάρχης Χρήστος Παπαδόπουλος. Συνοδεύοντας την οικογένειά του πήγε στο κοντινό φωτογραφείο της Πετρούπολης για μια οικογενειακή αναμνηστική φωτογραφία.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν γιος του παπά-Θόδωρου, ιερέα στην ενορία Καθημετερίων, της όμορφης και τραγουδισμένης Ίμερας του Πόντου. Στα 1890, μόλις παντρεύτηκε, έφυγε από την αγαπημένη του πατρίδα και ξενιτεύτηκε στην περιοχή του Κρασνοντάρ της χριστιανικής τσαρικής Ρωσίας. Εκεί μετανάστευαν κατά χιλιάδες οι Πόντιοι για να χαρούν την ελευθερία και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Ο Χρήστον, τη ποπά Θεόδωρε, επέστρεφε κάθε χρόνο στην Ίμερα, έσπερνε από ένα παιδί και ξαναέφευγε στην Ρωσία… Το 1917 με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων πήρε την οικογένειά στην Ρωσία, γιατί εν τω μεταξύ είχε ανοίξει με έναν συγχωριανό του φούρνο με εστιατόριο στην θεϊκή πόλη των τσάρων, την Αγία Πετρούπολη. Στο νέο τόπο το εμπορικό δαιμόνιο του Έλληνα βρήκε τον τρόπο να απογειωθεί. Σε πολύ λίγα χρόνια η επιχείρησή τους αποδείχθηκε χρυσοφόρα. Η γυναίκα του, Αγάπη, από τις μάντρες και τα αρμέγματα , βρέθηκε ξαφνικά στις μπαρόκ σάλες με τα βαλς και τις πόλκες της τσαρικής Ρωσίας, στην μαγευτική Πετρούπολη. Έτσι γίνονταν πάντα. Στον διαχρονικό του ξενιτεμό ο Ρωμιός άνοιγε διάπλατα τις πόρτες της προόδου και της δημιουργίας..! Εκεί ο Ιμερίτης Χρήστος έστειλε τα παιδιά του σε ιδιωτικά σχολεία για να μάθουν μουσική και ξένες γλώσσες. Η κόρη του Γαλήνη σπούδασε κλασικό πιάνο, ο γιος του Θόδωρος κλασικό βιολί ενώ η κόρη του Σοφία κιθάρα. Ο μεγάλος του γιος Γιώργος γρήγορα εισχώρησε στους κύκλους της μπουρζουαζίας απασχολώντας πολλές φορές, ως μποέμ της εποχής, τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Αποτέλεσμα αυτής του της δράσης ήταν ο πρόωρος γάμος του και απόκτηση μιας κόρης της Ελένης. Η Ελένη Κωφίδου, μόλις ήρθε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε στον Καταχά Κατερίνης .
Όλα πήγαιναν πολύ καλά. Οι δουλειές αυγάτιζαν και η οικογένεια ζούσε μια ευτυχισμένη και πλουσιοπάροχη ζωή. Μέχρι που το 1922 και ενώ ο παππούς Χρήστος κάθονταν στο ταμείο της μεγάλης του επιχείρησης μπήκαν ξαφνικά μέσα πέντε ένοπλοι. Ένας απ’ αυτούς κομισάριος της λενιστικής επανάστασης με ένα κόκκινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο και τέσσερις τυφεκιοφόροι. Ο μπολσεβίκος πλησίασε τον μπάρμπα Χρήστο και του είπε στα ρωσικά: «Κύριε Παπαδόπουλε από σήμερα η επιχείρησή σου δεν σου ανήκει. Ανήκει στο ρωσικό λαό. Αν θέλεις, μπορείς να δουλέψεις και να εργαστείς σ’ αυτήν και εμείς θα σου δίνουμε ένα μεροκάματο…!», του επέδωσαν ένα έγγραφο επίταξης και έφυγαν. Ο Χρήστος, περίλυπος, βλέποντας να χάνονται με μιας τα κόπια και οι αγωνίες μιας ολόκληρης ζωής, έκλεισε το εστιατόριο με τον φούρνο και πήγε στην αγαπημένη του γυναίκα, την Αγάπη. «Αγάπη, της είπε στα ποντιακά, γάρη… αδά ‘κες άλλο ζωήν΄κι ίνεται, έλα ας σκούμες και φεύουμε». Αυτά ήταν τα κοινότυπα λόγια όλων των Ποντίων , των οποίων δημεύτηκαν οι περιουσίες ,από τους επαναστάτες του Λένιν. Έτσι ο Χρήστος, φρόντισε πρώτα να μοιράσει τα μετρητά της επιχείρησης με τον συνεταίρο του, μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Πήραν μπροστά τους τα μικρά τσουβάλια με τα ρωσικά ρούβλια και άρχισαν να τα μετρούν. Κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι το μέτρημα είναι ατελέσφορο και ο Χρήστος έδωσε τη λύση πάλι στα ποντιακά «Αούτα τ’ αφορισμένα μετρημονήν ‘κ’ έχνε. Έπαρ’ έναν τσουβάλ’ εσύ κ’ έναν εγώ…!» Άφησε την μεγάλη του κόρη, την Σοφία, πίσω στην Πετρούπολη, γιατί ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει δύο αγόρια τον Γιώργο και τον Ηρακλή με τον ρωσικής καταγωγής άνδρα της.
Ο Χρήστος στεναχωρημένος πήρε τα τρία του παιδιά και ήρθε το 1922 πρόσφυγας στην Ελλάδα. Με τις λίγες λίρες που έκρυψε και μπόρεσε να πάρει μαζί του, μόλις κατέβηκε στην Αθήνα αγόρασε στο κέντρο του Χαϊδαρίου ένα κτήμα δέκα στρεμμάτων. Από την Αθήνα ήρθε στη Νεάπολη Κοζάνης όπου εγκαταστάθηκαν και άλλοι Ιμεραίοι. Στη διάρκεια του μεσοπόλεμου πήγε στο αναπτυσσόμενο, λόγω σιδηροδρόμου, Αμύνταιο( Σόροβιτς) και άνοιξε εστιατόριο. Εκεί γευμάτιζε ο Βενιζέλος σε κάθε περιοδεία του στη Δυτική Μακεδονία. Τον είχε εντυπωσιάσει ο εστιάτορας με τα άπταιστα Γαλλικά. Το αγαπημένο του φαγητό ήτανε η φασολάδα. Θυμάμαι τον Θεόδωρο να λέει με θαυμασμό για τον Βενιζέλο: «Ποτέ δεν δέχθηκα να πληρωθώ από τον πρόεδρο, αλλά και ο πρόεδρος ποτέ δεν καταδέχτηκε να μην με πληρώσει..» Το 1940 πριν τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα, που άρχισε να αναπτύσσεται λόγω προσφυγικών ροών. Άνοιξε και πάλι εστιατόριο στο παλιό ξενοδοχείο του Τσουμή. Ο Θόδωρος, γνώστης των γερμανικών και των ιταλικών, γρήγορα έκανε πελάτες τους νέους κατακτητές της χώρας μας. Τον Θόδωρο τον γνώρισα στα γεράματά του άρρωστο αλλά θυμόσοφο και ευγενικό, ανθρώπινος και γλαφυρός. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη του να λέει και να ξαναλέει : «Παιδί μου, από τους τωρινούς κουμουνιστές, κανείς δεν ξέρει από κομουνισμό. Άς έρθουν σ’ εμένα να τους εξηγήσω …»
Ο Θόδωρος απόκτησε τέσσερα παιδιά : τον Χρήστο, τον Νίκο, την Αγάπη και την Τασούλα. Πέθανε το 1975 σε ηλικία 69 χρονών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον θυμάμαι με ένα βιβλίο στο χέρι. Μέσα από τη γνώση προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει τη δύναμη της φθοράς…! Η κόρη του Γαλήνη (πιανίστρια) παντρεύτηκε στο Ανατολικό τον Παπαηλία Λευτέρη. Όσα χρόνια και αν πέρασαν η θεία Γαλήνη ξεχώριζε με το αστικό και αυστηρό της ύφος, απόκτημα της τσαρικής κλασικής της παιδείας. Ο μποέμ αδελφός, Γεώργιος αφού περιπλανήθηκε μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης έφυγε το 1954 μετανάστης, αυτήν τη φορά στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Εκεί με τη δεύτερη γυναίκα του απόκτησε τρία παιδιά τον Κλέωνα, τον Ιωάννη και την Ειρήνη. Πέθανε στην μακρινή Αυστραλία δικαιώνοντας τη ρήση του Αγγελόπουλου στο έργο του Ταξίδι στα Κύθηρα: «Αν γίνεις μια φορά πρόσφυγας, σ’ όλη σου τη ζωή θα ‘σαι πρόσφυγας…!»
πηγή: e-ptolemeos.gr/
Η οικογένεια αποτελούσε για τους Ρωμιούς τον θεμέλιο λίθο της ζωής, του πολιτισμού και της ιστορίας τους. Η κάθε οικογενειακή φωτογραφία απαθανάτιζε τον αρχηγό ( τέτε) με τα μέλη της οικογένειάς του. Αυτό έκανε και ο καλός οικογενειάρχης Χρήστος Παπαδόπουλος. Συνοδεύοντας την οικογένειά του πήγε στο κοντινό φωτογραφείο της Πετρούπολης για μια οικογενειακή αναμνηστική φωτογραφία.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν γιος του παπά-Θόδωρου, ιερέα στην ενορία Καθημετερίων, της όμορφης και τραγουδισμένης Ίμερας του Πόντου. Στα 1890, μόλις παντρεύτηκε, έφυγε από την αγαπημένη του πατρίδα και ξενιτεύτηκε στην περιοχή του Κρασνοντάρ της χριστιανικής τσαρικής Ρωσίας. Εκεί μετανάστευαν κατά χιλιάδες οι Πόντιοι για να χαρούν την ελευθερία και την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Ο Χρήστον, τη ποπά Θεόδωρε, επέστρεφε κάθε χρόνο στην Ίμερα, έσπερνε από ένα παιδί και ξαναέφευγε στην Ρωσία… Το 1917 με την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων πήρε την οικογένειά στην Ρωσία, γιατί εν τω μεταξύ είχε ανοίξει με έναν συγχωριανό του φούρνο με εστιατόριο στην θεϊκή πόλη των τσάρων, την Αγία Πετρούπολη. Στο νέο τόπο το εμπορικό δαιμόνιο του Έλληνα βρήκε τον τρόπο να απογειωθεί. Σε πολύ λίγα χρόνια η επιχείρησή τους αποδείχθηκε χρυσοφόρα. Η γυναίκα του, Αγάπη, από τις μάντρες και τα αρμέγματα , βρέθηκε ξαφνικά στις μπαρόκ σάλες με τα βαλς και τις πόλκες της τσαρικής Ρωσίας, στην μαγευτική Πετρούπολη. Έτσι γίνονταν πάντα. Στον διαχρονικό του ξενιτεμό ο Ρωμιός άνοιγε διάπλατα τις πόρτες της προόδου και της δημιουργίας..! Εκεί ο Ιμερίτης Χρήστος έστειλε τα παιδιά του σε ιδιωτικά σχολεία για να μάθουν μουσική και ξένες γλώσσες. Η κόρη του Γαλήνη σπούδασε κλασικό πιάνο, ο γιος του Θόδωρος κλασικό βιολί ενώ η κόρη του Σοφία κιθάρα. Ο μεγάλος του γιος Γιώργος γρήγορα εισχώρησε στους κύκλους της μπουρζουαζίας απασχολώντας πολλές φορές, ως μποέμ της εποχής, τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Αποτέλεσμα αυτής του της δράσης ήταν ο πρόωρος γάμος του και απόκτηση μιας κόρης της Ελένης. Η Ελένη Κωφίδου, μόλις ήρθε στην Ελλάδα, παντρεύτηκε στον Καταχά Κατερίνης .
Όλα πήγαιναν πολύ καλά. Οι δουλειές αυγάτιζαν και η οικογένεια ζούσε μια ευτυχισμένη και πλουσιοπάροχη ζωή. Μέχρι που το 1922 και ενώ ο παππούς Χρήστος κάθονταν στο ταμείο της μεγάλης του επιχείρησης μπήκαν ξαφνικά μέσα πέντε ένοπλοι. Ένας απ’ αυτούς κομισάριος της λενιστικής επανάστασης με ένα κόκκινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο και τέσσερις τυφεκιοφόροι. Ο μπολσεβίκος πλησίασε τον μπάρμπα Χρήστο και του είπε στα ρωσικά: «Κύριε Παπαδόπουλε από σήμερα η επιχείρησή σου δεν σου ανήκει. Ανήκει στο ρωσικό λαό. Αν θέλεις, μπορείς να δουλέψεις και να εργαστείς σ’ αυτήν και εμείς θα σου δίνουμε ένα μεροκάματο…!», του επέδωσαν ένα έγγραφο επίταξης και έφυγαν. Ο Χρήστος, περίλυπος, βλέποντας να χάνονται με μιας τα κόπια και οι αγωνίες μιας ολόκληρης ζωής, έκλεισε το εστιατόριο με τον φούρνο και πήγε στην αγαπημένη του γυναίκα, την Αγάπη. «Αγάπη, της είπε στα ποντιακά, γάρη… αδά ‘κες άλλο ζωήν΄κι ίνεται, έλα ας σκούμες και φεύουμε». Αυτά ήταν τα κοινότυπα λόγια όλων των Ποντίων , των οποίων δημεύτηκαν οι περιουσίες ,από τους επαναστάτες του Λένιν. Έτσι ο Χρήστος, φρόντισε πρώτα να μοιράσει τα μετρητά της επιχείρησης με τον συνεταίρο του, μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Πήραν μπροστά τους τα μικρά τσουβάλια με τα ρωσικά ρούβλια και άρχισαν να τα μετρούν. Κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι το μέτρημα είναι ατελέσφορο και ο Χρήστος έδωσε τη λύση πάλι στα ποντιακά «Αούτα τ’ αφορισμένα μετρημονήν ‘κ’ έχνε. Έπαρ’ έναν τσουβάλ’ εσύ κ’ έναν εγώ…!» Άφησε την μεγάλη του κόρη, την Σοφία, πίσω στην Πετρούπολη, γιατί ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει δύο αγόρια τον Γιώργο και τον Ηρακλή με τον ρωσικής καταγωγής άνδρα της.
Ο Χρήστος στεναχωρημένος πήρε τα τρία του παιδιά και ήρθε το 1922 πρόσφυγας στην Ελλάδα. Με τις λίγες λίρες που έκρυψε και μπόρεσε να πάρει μαζί του, μόλις κατέβηκε στην Αθήνα αγόρασε στο κέντρο του Χαϊδαρίου ένα κτήμα δέκα στρεμμάτων. Από την Αθήνα ήρθε στη Νεάπολη Κοζάνης όπου εγκαταστάθηκαν και άλλοι Ιμεραίοι. Στη διάρκεια του μεσοπόλεμου πήγε στο αναπτυσσόμενο, λόγω σιδηροδρόμου, Αμύνταιο( Σόροβιτς) και άνοιξε εστιατόριο. Εκεί γευμάτιζε ο Βενιζέλος σε κάθε περιοδεία του στη Δυτική Μακεδονία. Τον είχε εντυπωσιάσει ο εστιάτορας με τα άπταιστα Γαλλικά. Το αγαπημένο του φαγητό ήτανε η φασολάδα. Θυμάμαι τον Θεόδωρο να λέει με θαυμασμό για τον Βενιζέλο: «Ποτέ δεν δέχθηκα να πληρωθώ από τον πρόεδρο, αλλά και ο πρόεδρος ποτέ δεν καταδέχτηκε να μην με πληρώσει..» Το 1940 πριν τον πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα, που άρχισε να αναπτύσσεται λόγω προσφυγικών ροών. Άνοιξε και πάλι εστιατόριο στο παλιό ξενοδοχείο του Τσουμή. Ο Θόδωρος, γνώστης των γερμανικών και των ιταλικών, γρήγορα έκανε πελάτες τους νέους κατακτητές της χώρας μας. Τον Θόδωρο τον γνώρισα στα γεράματά του άρρωστο αλλά θυμόσοφο και ευγενικό, ανθρώπινος και γλαφυρός. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη του να λέει και να ξαναλέει : «Παιδί μου, από τους τωρινούς κουμουνιστές, κανείς δεν ξέρει από κομουνισμό. Άς έρθουν σ’ εμένα να τους εξηγήσω …»
Ο Θόδωρος απόκτησε τέσσερα παιδιά : τον Χρήστο, τον Νίκο, την Αγάπη και την Τασούλα. Πέθανε το 1975 σε ηλικία 69 χρονών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον θυμάμαι με ένα βιβλίο στο χέρι. Μέσα από τη γνώση προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει τη δύναμη της φθοράς…! Η κόρη του Γαλήνη (πιανίστρια) παντρεύτηκε στο Ανατολικό τον Παπαηλία Λευτέρη. Όσα χρόνια και αν πέρασαν η θεία Γαλήνη ξεχώριζε με το αστικό και αυστηρό της ύφος, απόκτημα της τσαρικής κλασικής της παιδείας. Ο μποέμ αδελφός, Γεώργιος αφού περιπλανήθηκε μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης έφυγε το 1954 μετανάστης, αυτήν τη φορά στην Μελβούρνη της Αυστραλίας. Εκεί με τη δεύτερη γυναίκα του απόκτησε τρία παιδιά τον Κλέωνα, τον Ιωάννη και την Ειρήνη. Πέθανε στην μακρινή Αυστραλία δικαιώνοντας τη ρήση του Αγγελόπουλου στο έργο του Ταξίδι στα Κύθηρα: «Αν γίνεις μια φορά πρόσφυγας, σ’ όλη σου τη ζωή θα ‘σαι πρόσφυγας…!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου